Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εῖδος

  • 1 espèce

    είδος

    Dictionnaire Français-Grec > espèce

  • 2 sorte

    είδος

    Dictionnaire Français-Grec > sorte

  • 3 sorta

    είδος

    Česká-řecký slovník > sorta

  • 4 altınbaş

    είδος πεπονιού

    Türkçe-Yunanca Sözlük > altınbaş

  • 5 atmaca

    (είδος γκιιακιαύ) ξεφτέρι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > atmaca

  • 6 bastarda

    είδος πολεμικού ιστιοφόρου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bastarda

  • 7 blum

    είδος χαρτοπαιγνίου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > blum

  • 8 bülbülyuvası

    είδος γλυκού

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bülbülyuvası

  • 9 cins

    είδος, τύπος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > cins

  • 10 çenk

    είδος άρπας

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çenk

  • 11 çeşit

    είδος, ποικιλία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çeşit

  • 12 gazel

    είδος ποιήματος με δίστιχα αα βα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gazel

  • 13 remel

    είδος προσωδιακού μέτρου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > remel

  • 14 semai

    είδος φόρμας μουσικών κομματιών

    Türkçe-Yunanca Sözlük > semai

  • 15 tür

    είδος, τύπος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tür

  • 16 üryani

    είδος λεπτόφλουδου δαμάσκηνου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > üryani

  • 17 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 18 бостон

    α.
    1. βοστόνι, είδος χαρτοπαιγνίου.
    2. είδος εκλεκτού υφάσματος.
    3. είδος αργού βαλς.

    Большой русско-греческий словарь > бостон

  • 19 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 20 род

    -а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.
    1. γένος• φυλή•

    член -а μέλος του γένους•

    патриархальный род πατριαρχικό γένος•

    старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.

    2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•

    знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.

    || γενεά, γενιά•

    из -а в род από γενεά σε γενεά.

    || ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.
    3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•

    всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.

    4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.
    5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•

    избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,

    6. (γραμμ.)το γένος•

    мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.

    εκφρ.
    род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•
    женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•
    мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•
    род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•
    в своём -е – στο είδος του•
    в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•
    от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•
    своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•
    такого -а – τέτοιου είδους•
    без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•
    ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο.

    Большой русско-греческий словарь > род

См. также в других словарях:

  • Είδος —         (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… …   Dictionary of Greek

  • είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique …   Wikipédia en Français

  • εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… …   Dictionary of Greek

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»