-
41 китайка
-
42 козий
-ья, -ьеεπ.γίδινος•-ье молоко γίδινο γάλα•
-ья шкура γίδινο δέρμα•
козий сыр γίδινο τυρί.
εκφρ.- ья ножка – α) είδος στριφτού τσιγάρου σχήματος τραγόποδου (κα-μπτδ περί το μέσον), β) είδος οδοντάγρας. -
43 менять
ρ.δ.μ.1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.
2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•-бель αλλάζω τα εσώρουχα;
4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•менять голос αλλάζω τη φωνή•
менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•
менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•
менять религию αλλαξοπιστώ•
-мнение αλλάζω γνώμη.
αλλάζω• μεταβάλλομαι•давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•
часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•
моды -ются οι μόδες αλλάζουν•
характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;
εκφρ.менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς. -
44 ночница
-ы θ.1. πεταλούδα νυχτερινή. || είδος μικρής κουκουβάγιας.2. είδος μικρής νυχτερίδας. -
45 пищуха
-и θ.είδος στρουθίου. || είδος τρωκτικού. -
46 подкидной
επ.1. της ρίψης, για ρίψη.2. ρι-χνόμενος κρυφά•-ые письма γράμματα ριχνόμένα κρυφά.
|| αναρριχνόμενος.3. ουσ. είδος χαρτοπαίγνιου.εκφρ.подкидной дурак ή -ые дураки – είδος χαρτοπαίγνιου. -
47 расстегай
-я α.είδος τηγανίτας με παραγέμισμα. || παλαιό είδος σαραφανιού. -
48 рогатка
-и θ.1. φράγμα, φραγμός. || κυρίως πλθ. -и εμπόδια, προσκόμματα.2. είδος μεγάλης λαιμαριάς. || παλ. είδος λαιμαριάς με εσωτερικές αιχμές (για τιμωρία ανθρώπων).3. φούρκα, λάστιχο (παιδικό θηρευτικό όργανο). -
49 ружьё
-я, πλθ. ружья, -жей, -жьямουδ. όπλο, τουφέκι•охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•
двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•
стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•
зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,
εκφρ.в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•поставить под ружьё – παλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό). -
50 сатир
-а α.1. σάτυρος (συνοδός του θεού-Διόνυσου). || μτφ. άνθρωπος, ερωτοπαθής, θηλυμανής• ασελγής.2. είδος μεγάλης πεταλούδας.3. είδος όρνιθας των Ινδιών. -
51 смолёвка
-и θ.1. είδος γαρουφαλιάς.2. είδος κανθάρου των κωνοφόρων δέντρων. -
52 сфинкс
-а α.1. Σφιγξ, Σφίγγα.2. κάθε τι αινιγματώδες.3. είδος πιθήκου.4. είδος πεταλούδας. -
53 терпуг
-
54 тесак
-а α.1. είδος ξίφους.2. πελέκι, είδος μικρού τσεκουριού. -
55 торшон
-а α.1. είδος βαμπακερού υφάσματος.2. είδος αδρού χαρτιού. -
56 финка
-
57 хром
-а α.χρώμιο (χημ. στοιχείο). || είδος δέρματος (επεξεργασμένο με χρώμιο)• είδος κίτρινου χρώματος. -
58 чернушка
-и θ.1. βατραχοειδή φυτά καθώς και και τα σπέρματα τους.2. είδος φαγώσιμου μανιταριού.3. είδος κίσσας.4. γυναίκα μελαχροινή• μαυρομαλούσα και μαυρομάτα. -
59 шиншилла
-ы θ.1. είδος τρωκτικού.2. είδος κουνελιού. -
60 шугай
-я α. παλ.είδος ζακέτας. || είδος σαραφανιού.
См. также в других словарях:
Είδος — (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… … Dictionary of Greek
είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique … Wikipédia en Français
εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона