-
101 сырьё
η πρώτη ύλ/ηοι πρώτες ύλεςместное - τοπική -, ντόπια -минеральное - μεταλλική/ορυκτή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сырьё
-
102 терпуг
тех. о ξυλοφάγος (είδος ρά-σπας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > терпуг
-
103 тип
ο τύπος, το είδοςпорядковый мат. - της διάταξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тип
-
104 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
105 трикотаж
текст. είδος ζέρσεϋ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трикотаж
-
106 трикотин
(текст) είδος λεπτού υφάσματος, η τρικοτίνη (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трикотин
-
107 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка
-
108 фасон
το σχέδιοτο είδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фасон
-
109 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
110 шафран
1. (растение рода крокус) κρόκος о ήμεροςτο σαφράνι2. (сорт яблони) είδος μηλιάς με κίτρινα μήλα και χνουδωτή φλούδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шафран
-
111 шевиот
(ткань) το σεβιότ (είδος λεπτού μαλακού μάλλινου υφάσματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шевиот
-
112 шеврет
(кожа хромового дубления) το σεβρέ (είδος δέρματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шеврет
-
113 шевро
(мягкая кожа хромового дубления) το σεβρό (είδος μαλακού δέρματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шевро
-
114 штапель
(текст) το τσελβόλ (είδος υφάσματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штапель
-
115 шхуна
мор. η σκούνα (ξεν.) (είδος ιστιοφόρου με 2 ή 3 ιστούς).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шхуна
-
116 эпископ
(оптический прибор) το επι-σκόπιο (είδος προβολέα φωτεινών εικόνων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпископ
-
117 блинчик
блинчикм είδος τηγανίτας. -
118 варенец
варенецм кул. είδος γιαουρτιού. -
119 вареник
вареникм кул. τό βαρένικο, είδος ραβιόλι. -
120 ватрушка
ватрушкаж είδος τυρόπηττας.
См. также в других словарях:
Είδος — (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… … Dictionary of Greek
είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique … Wikipédia en Français
εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона