-
1 εύρ'
εὑραί, εὑραίfem nom /voc plεὑρέ, εὑρίσκωfind: aor imperat act 2nd sg——————εὗρα, εὑρίσκωfind: aor ind act 1st sgεὗρε, εὑρίσκωfind: aor ind act 3rd sgεὗρε, εὑρίσκωfind: aor imperat act 2nd sgεὗρε, εὑρίσκωfind: aor ind act 3rd sgεὗραι, εὑρίσκωfind: aor imperat mid 2nd sgεὗραι, εὑρίσκωfind: aor inf actεὗρα, εὑρίσκωfind: aor ind act 1st sg (homeric ionic)εὗρε, εὑρίσκωfind: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)εὗρε, εὑρίσκωfind: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 Εύρ'
-
3 Εὖρ'
-
4 εὕρ'
Βλ. λ. εύρ' -
5 εὗρ'
Βλ. λ. εύρ' -
6 ἐΰῤ-ῥιν
-
7 εὐρ-ωπός
εὐρ-ωπός, = εὐρύς, Ggstz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.
-
8 ἐϋῤ-ῥαφής
-
9 ἐϋῤ-ῥείτης
ἐϋῤ-ῥείτης, ep. = εὐρείτης, w. m. s.
-
10 ἐϋῤ-ῥείων
-
11 ἐϋῤ-ῥεής
ἐϋῤ-ῥεής, ές, p. = εὐρεής, schön fließend, davon gen. ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο Il. 6, 508. 14, 433.
-
12 ἐΰῤ-ῥαπις
ἐΰῤ-ῥαπις, ιδος, ὁ, mit schönem Stabe, Nonn. D. 4, 1.
-
13 ἐΰῤ-ῥηχος
-
14 ἐΰῤ-ῥην
ἐΰῤ-ῥην, ηνος, = Folgdm, Φεραῖς ἐϋῤῥήνεσσιν Ap. Rh. 1, 49.
-
15 ἐΰῤ-ῥηνος
-
16 ἐΰῤῥηνος,
-
17 ἐΰῤῥην
-
18 ἐΰῤῥαπις
ἐΰῤ-ῥαπις, ιδος, ὁ, mit schönem Stabe -
19 ἐϋῤῥεής
ἐϋῤ-ῥεής, ές, schön fließend -
20 ἐΰῤῥηχος
См. также в других словарях:
εϋρ(ρ)έκτης — ἐϋρ(ρ)έκτης, ὁ (Α) ευεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρέκτης «ευεργητικός, δραστήριος»] … Dictionary of Greek
Εὖρ' — Εὖρε , Εὖρος the East wind masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὕρ' — εὑραί , εὑραί fem nom/voc pl εὑρέ , εὑρίσκω find aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὗρ' — εὗρα , εὑρίσκω find aor ind act 1st sg εὗρε , εὑρίσκω find aor ind act 3rd sg εὗρε , εὑρίσκω find aor imperat act 2nd sg εὗρε , εὑρίσκω find aor ind act 3rd sg εὗραι , εὑρίσκω find aor imperat mid 2nd sg εὗραι , εὑρίσκω find aor inf act εὗρα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… … Dictionary of Greek