-
1 ἐΰῤ-ῥιν
См. также в других словарях:
ερράπτω — ἐρράπτω (Α) ράβω κάτι μέσα σε κάποιο πράγμα («ὡς ἐνερράφη Διὸς μηρῷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν ράπτω, με αφομοίωση τού ν προς το ρ πρβλ. έν ρινος > έρρινος] … Dictionary of Greek
1 ἐΰῤ-ῥιν
ερράπτω — ἐρράπτω (Α) ράβω κάτι μέσα σε κάποιο πράγμα («ὡς ἐνερράφη Διὸς μηρῷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν ράπτω, με αφομοίωση τού ν προς το ρ πρβλ. έν ρινος > έρρινος] … Dictionary of Greek