-
1 εύθριξ
-
2 εὖθριξ
-
3 εὖθριξ
A with beautiful hair, Eub.104 (lyr.); in Il. always of horses, with flowing mane,ἵππους 23.13
, 301; of dogs, X.Cyn.4.6; of birds, well-plumed, Theoc.18.57. -
4 ευθριξ
- τρῐχος adj.1) пышногривый(ἵπποι Hom.)
2) густошерстый(κύων Xen.)
3) с густым оперением(δειρά, sc. τοῦ ἀλεκτρυόνος Theocr.)
4) свитый из крепкого волоса(ἄγκιστρον Anth.)
-
5 ἐύθριξ
ἐύ-θριξ, τριχος: well - maned, ‘with flowing mane,’ Il. 23.13.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐύθριξ
-
6 εὔθριξ
-
7 ευτριχος
-
8 εὔ-τριχος
-
9 ευτρίχων
-
10 εὐτρίχων
-
11 εύτριχα
-
12 εὔτριχα
-
13 εύτριχας
-
14 εὔτριχας
-
15 εύτριχες
-
16 εὔτριχες
-
17 εύτριχι
-
18 εὔτριχι
-
19 εύτριχος
-
20 εὔτριχος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εύθριξ — εὖθριξ και ἐΰθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο τρίχωμα ή πτέρωμα («ἐΰτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μαλλιαρός, δασύς 3. (για άγκιστρο) αυτός που έχει προσδεθεί με στερεά τριχιά («ἐΰτριχι ἀγκίστρῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρίξ «τρίχα»] … Dictionary of Greek
εὖθριξ — with beautiful hair masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχες — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχι — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτριχες — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοπτος — (I) εὔοπτος, ον (ΑΜ) ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.) 2. περιφανής,… … Dictionary of Greek
εύτριχος — εὔτριχος, ον (Α) εὖθριξ*, με ωραίες τρίχες, καλότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριχος (< θριξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, ολιγό τριχος] … Dictionary of Greek
εὐτρίχων — εὔτριχος masc/fem/neut gen pl εὖθριξ with beautiful hair masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχα — εὔτριχος neut nom/voc/acc pl εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)