-
1 εὔθριξ
-
2 εὔ-τριχος
См. также в других словарях:
εύθριξ — εὖθριξ και ἐΰθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο τρίχωμα ή πτέρωμα («ἐΰτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μαλλιαρός, δασύς 3. (για άγκιστρο) αυτός που έχει προσδεθεί με στερεά τριχιά («ἐΰτριχι ἀγκίστρῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρίξ «τρίχα»] … Dictionary of Greek
εὖθριξ — with beautiful hair masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχες — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχι — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύτριχες — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοπτος — (I) εὔοπτος, ον (ΑΜ) ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.) 2. περιφανής,… … Dictionary of Greek
εύτριχος — εὔτριχος, ον (Α) εὖθριξ*, με ωραίες τρίχες, καλότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριχος (< θριξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, ολιγό τριχος] … Dictionary of Greek
εὐτρίχων — εὔτριχος masc/fem/neut gen pl εὖθριξ with beautiful hair masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριχα — εὔτριχος neut nom/voc/acc pl εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)