-
1 εὐ-γένεια
εὐ-γένεια, ἡ, die edle Geburt, Abkunft, εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς Aesch. Pers. 434; εὐγ. παίδων, = εὐγενεῖς παῖδες, Eur. Tr. 582; in Prosa, Plat. Menex. 237 a u. öfter; vgl. D. L. 3, 88; auch im plur., Plat. Euthyd. 279 b. – Uebtr., Adel der Gesinnung, Edelmuth, Hochsinn, Plut. u. a. Sp.; ἡ ἐν τοῖς σώμασιν εὐγ., die edle, anständige Haltung, anständiges Benehmen, Plut.; das Edle in der Rede, im Styl, Longin.
-
2 εὐ-γνώμων
εὐ-γνώμων, ον, von guter Gesinnung, billig, der ein Einsehen hat, Xen. Mem. 2, 8, 6; Arist. Eth. 6, 11 ἡ καλουμένη γνώμη, καϑ' ἣν εὐγνώμονας καὶ ἔχειν γνώμην φαμέν, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρί. σις ὀρϑή; ἀκροατῶν εὐγνωμόνων δεησόμεϑα, billige, nachsichtige, Plut. Thes. 1; ἐχϑρὸς εὐγν. καὶ πρᾷος Arat. 10; καὶ φιλάνϑρωπος λόγος Demetr. 5; εὐγνώμονα καὶ δίκαια γράφειν Anton. 79; bei D. Hal. 7, 36 im Ggstz von βίαιος; Agath. 40 ( Plan. 41) εὔγ. πόνημα; einsichtsvoll, klug, Aesch. 3, 170; Plut. u. a. Sp. – Comparat., Andoc. 2, 6; ψεῠδος τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον, eine ehrlichere Lüge, Luc. V. H. 1, 4. – Adv. εὐγνωμόνως, klug, Xen. Ages. 2, 25 u. oft bei Plut.
-
3 εὖ-γε
εὖ-γε, d. i. εὖ γε, billigender Zuruf, recht so! trefflich! auch ironisch, Plat. oft εὖγε λέγεις, Apol. 24 e Gorg. 494 c; Ar. auch verdoppelt, εὖγ' εὖγε ποιήσαντες Pax 285, vgl. Equ. 470 Eccl. 213; εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες ἕπεσϑε, Jagdruf, Xen. Cyn. 6, 19. Auch c. gen., εὖγε τῆς προαιρέσεως, Luc. Vit. auct. 8.
-
4 εὐγένεια
εὐ-γένεια, ἡ, die edle Geburt, Abkunft. Übtr., Adel der Gesinnung, Edelmut, Hochsinn; ἡ ἐν τοῖς σώμασιν εὐγ., die edle, anständige Haltung, anständiges Benehmen; das Edle in der Rede, im Stil
См. также в других словарях:
εὖγ' — εὖγε , εὖγε well indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγνωμία — η αντίθεση γνωμών, αντιλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + γνώμη. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
διαπίστωση — η εξακρίβωση, η πλήρης απόδειξη μετά από έλεγχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπίστωσις μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρη] … Dictionary of Greek
επίστρωση — η 1. το να επιστρωθεί, να καλυφθεί μια επιφάνεια με άλλο υλικό, επένδυση («επίστρωση με ανοξείδωτο χάλυβα») 2. κάλυψη δαπέδου με οποιοδήποτε υλικό 3. το να στρώσει, να απλώσει κάποιος κάλυμμα σε τραπέζι, κλίνη κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι στρώνω. Η λ … Dictionary of Greek
επαρέσκομαι — ἐπαρέσκομαι (AM) μσν. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατο εὐαρέστους ἐποίησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… … Dictionary of Greek
ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ισόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος 2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso (πρβλ. ισ(o] ) + morph < morphous … Dictionary of Greek
καταπτόηση — η εκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
κατοχυρώνω — (ΑΜ κατοχυρῶ, όω, Μ και κατοχυρώνω) εξασφαλίζω, προστατεύω («κατοχύρωσε τα δικαιώματά της») νεοελλ. μσν. οχυρώνω κάτι καλά, θωρακίζω («κατωχύρωσεν... τὴν πόλιν πρὸς μάχην», Νικητ. Ευγ.) μσν. ενισχύω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
μανδυοφόρος — ο αυτός που φορά μανδύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek