-
1 εὕρημα
εὕρημα, τό, selten u. erst bei Sp. εὕρεμα (w. m. s.), 1) das Gefundene, der Fund; εἴϑ' ὁ Βακχεῖος ϑεὸς εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾶν Soph. O. R. 1106; σῶσαι τόδ' εὕρημα Eur. Ion 1349. Daher = unverhoffter Gewinn, τί τοῦδ' ἂν εὕρημ' εὗρον εὐτυχέστερον Eur. Med. 553; εὕρ. γὰρ τὸ χρῆμα γίγνεται τόδε El. 606; εὑρήμασι μέγα πλούσιος ἐγένετο Her. 7, 190; εὕρημα εὕρηκα 7, 10, 4; 8, 109; ἐκείνοις τοῖς δυςτυχοῦσι εὕρ. εἶναι, für sie sei es ein Gewinn, Thuc. 5, 46; εὕρημα ἐδόκει εἶναι, ein unverhoffter Gewinn, Xen. An. 7, 3, 13, wie εὕρημα ποιεῖσϑαί τι, Etwas für Gewinn achten, 2, 3, 18; vgl. εὕρημα ἔχειν Is. 9, 26. – 2) das Erfundene, Erfindung, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Soph. frg. 379; πολλῶν λόγων Eur. Hec. 248, öfter; Ar. Nubb. 561; Plat. Theaet. 150 c Prot. 326 d u. Folgde; πᾶς νόμος εὕρημα καὶ δῶρον ϑεῶν Dem. 25, 16; – τῆς συμφορᾶς, ein Heilmittel dagegen, Eur. Hipp. 716; vgl. Dem. 26, 26 τὰ ἀῤῥωστήματα τοῖς τῶν ἰατρῶν εὑρήμασι καταπαύεται, die Erfindungen künstlicher Heilmittel.
-
2 εὕρημα
εὕρημα, τό, (1) das Gefundene, der Fund. Daher = unverhoffter Gewinn; ἐκείνοις τοῖς δυςτυχοῦσι εὕρ. εἶναι, für sie sei es ein Gewinn; εὕρημα ἐδόκει εἶναι, ein unverhoffter Gewinn; εὕρημα ποιεῖσϑαί τι, etwas für Gewinn achten. (2) das Erfundene, Erfindung; τῆς συμφορᾶς, ein Heilmittel dagegen; τὰ ἀῤῥωστήματα τοῖς τῶν ἰατρῶν εὑρήμασι καταπαύεται, die Erfindungen künstlicher Heilmittel -
3 εύρημα
-
4 εὕρημα
-
5 ευρημα
- ατος τό1) выдумка, изобретение(τύμπανα, Ῥέας εὑρήματα Eur.; νόμος εὕ. θεῶν Dem.)
2) средство (против чего-л.)(τὰ τῶν ἰατρῶν εὑρήματα Dem.)
3) способ, выход, спасение(τῆς ξυμφορᾶς Eur.)
εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Thuc. — (Никий сказал, что) выход заключается в риске4) (счастливая) находка5) (неожиданное) счастье, удачаεὕ. εὕρηκε Her. — ему повезло
6) найденыш(εὕ. δέχεσθαι ἔκ τινος Soph.)
-
6 εὕρημα
A invention, discovery, thing discovered not by chance but by thought, Hp.VM4; ; πολλῶν λόγων εὑρήμαθ' E.Hec. 250, cf.Ar.Nu. 561, Pl.Tht. 150d, al.; τύμπανα, Ῥέας.. εὑ. E.Ba.59, cf. HF 188; τὰ τῶν ἰατρῶν εὑ. D.26.26; opp. ὑπηρέτημα, Antiphoi. 15.2 c. gen., invention for or against a thing, remedy,τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp. 716
.II that which is found unexpectedly, i.e. much like Ἕρμαιον (q.v.), piece of good luck, windfall, Hdt.7.155; εὕ. εὕρηκε ib.10. δ', 8.109; εὕ... κάλλιστον εὕρηκ' E.Heracl. 533;εὕ... οἷον ηὕρηκας τόδε Id.Med. 716
, cf. 553;εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Hdt.7.190
;εὕ. γίγνεται τόδε E.El. 606
;ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσι εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Th.5.46
;εὕ. ἐδόκει εἶναι X.An.7.3.13
, cf. Is.9.26, Herod.6.30, etc.III (in form εὕρεμα) sum realized by a sale, SIG1012.11 (Cos, ii/i B.C.); cf. ἀφ-, ὑπερεύρεμα. -
7 εὕρημα
εὕρημα, ατος, τό (s. next entry; Trag., Hdt. et al.; POxy 472, 33 [II A.D.]; Philo; Jos., C. Ap. 2, 148; the LXX has the later form εὕρεμα [Phryn. p. 445f Lob.; Dio Chrys. 59 (76), 1]; s. Thackeray p. 80) discovery, invention Dg 7:1.—DELG s.v. εὑρίσκω. -
8 εύρημα
το находка; открытие -
9 εὔρημα
-
10 εύρημα
1) find2) findingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εύρημα
-
11 παρ-εύρημα
παρ-εύρημα, τό, erdachte Ausflucht, Finte, die zu Jemandes Täuschung ersonnen ist, Sp., übh. Erdichtung, Paus. 3, 16, 3.
-
12 ἀν-εύρημα
-
13 ἐξ-εύρημα
-
14 finding
εύρημα -
15 ευρήμαθ'
εὑρήματα, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc plεὑρήματι, εὕρημαinvention: neut dat sgεὑρήματε, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc dual -
16 εὑρήμαθ'
εὑρήματα, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc plεὑρήματι, εὕρημαinvention: neut dat sgεὑρήματε, εὕρημαinvention: neut nom /voc /acc dual -
17 ευρεμα
-
18 находка
находка ж το εύρημα· бюро \находкаок το γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων* * *жτο εύρημαбюро́ нахо́док — το γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων
-
19 εύρημ'
-
20 εὕρημ'
См. также в других словарях:
εὕρημα — invention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
εύρημα — το, ατος 1. ό,τι βρίσκει κανείς. 2. μτφ., ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὕρημ' — εὕρημα , εὕρημα invention neut nom/voc/acc sg εὕρημαι , εὑρίσκω find perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρημάτων — εὕρημα invention neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασι — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασιν — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματα — εὕρημα invention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματι — εὕρημα invention neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματος — εὕρημα invention neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κυθήρων — Η μικρή αρχαιολογική συλλογή των Κυθήρων στεγάζεται από το 1979 σε ένα κτίριο του κεντρικού δρόμου της Χώρας, που παραχώρησε ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος για το σκοπό αυτό. Το μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην κύρια αίθουσα, στα δεξιά, εκτίθενται τα… … Dictionary of Greek