-
1 ψυκτός
-
2 ψυκτός
ψυκτός, abgekühlt, abzukühlen -
3 περί-ψυκτος
περί-ψυκτος, rings auf der Oberfläche oder ganz abgekühlt, nach großer Erhitzung erfrischt und erquickt, übh. sehr kühl, sehr kalt, Eratosth. Cyren. 2 in der Anth. – Auch bei Alciphr. 3, 59, neben κάλλιστος, umfächelt, gehätschelt, zärtlich behandelt, in welcher Bdtg man nicht auf ψυχή zurückzugehen hat; vgl. περιψύχω.
-
4 σκιό-ψυκτος
σκιό-ψυκτος, im Schatten abgekühlt, getrocknet, Schol. Nic. Ther. 97.
-
5 εὔ-ψυκτος
-
6 δυς-περί-ψυκτος
δυς-περί-ψυκτος, schwer abzukühlen, Diosc.
-
7 ἀ-περί-ψυκτος
ἀ-περί-ψυκτος, nicht erkältet, Galen.
-
8 ἄ-ψυκτος
ἄ-ψυκτος, nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.
-
9 ἡμί-ψυκτος
ἡμί-ψυκτος, dasselbe, Strab. XV, 692.
-
10 αψυκτος
-
11 ευψυκτος
-
12 περιψυκτος
-
13 цилиндр
ο κύλινδρ/ος· *втулка - а το χιτώνιοη λαΐναнапр. в водяную рубашку τοποθετώ τον - ο σε χιτώνιο ύδατοςрасполагать - ы в ряд τοποθετώ τους - ους εν σειρά/σε σειράгидравлический - привода пресса с.-х. υδραυλικός - κίνησης πρέσαςкруговой - мат. κυκλικός ---печатный (по-лигр.) - εκτύπωσηςпрессующий мет. - συμπίεσης/πρεσαρίσματος- с водяной рубашкой (авто мех.) - με χιτώνιο ύδατοςтормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цилиндр
-
14 δυσπερίψυκτος
δυσπερί-ψυκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπερίψυκτος
-
15 εὐπερίψυκτος
εὐπερί-ψυκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπερίψυκτος
-
16 περίψυκτος
περί-ψυκτος, ον,II fanned all round: hence, fondled, beloved, Alciphr.3.59 ;π. κάλλος Eun.VSp.455
B. ; cf. περιψύκτης (sic)· περιπόθητος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίψυκτος
-
17 σκιόψυκτος
σκῐό-ψυκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιόψυκτος
-
18 ἀπερίψυκτος
ἀπερί-ψυκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίψυκτος
-
19 ἡμίψυκτος
ἡμί-ψυκτος, ον,A half-dried, Str.15.1.18:—also [suff] ἡμι-ψῠγής, ές, κόνυζα Gp.2.27.9
; half-cooled,κλίβανα Dsc.3.86
, cf. Paul.Aeg.3.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίψυκτος
-
20 ἀπερίψυκτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψυκτός — ή, όν, Α [ψύχω (II)] αυτός που μπορεί να ψυχθεί … Dictionary of Greek
ημίψυκτος — η, ο (Α ἡμίψυκτος, ον) μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύ ψυκτος, σκιό ψυκτος] … Dictionary of Greek
ευπερίψυκτος — εὐπερίψυκτος, ον (Α) αυτός που ψύχεται, που γίνεται ψυχρός εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί ψυκτος «ο πολύ ψυχρός» (< περι ψύχω)] … Dictionary of Greek
σκιόψυκτος — ον, Μ αυτός που έχει στεγνώσει στη σκιά, που έχει ξεραθεί στη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + ψυκτός (< ψύχω)] … Dictionary of Greek