Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄψυκτος

См. также в других словарях:

  • άψυκτος — και άψυχτος, η, ο (Α ἄψυκτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί …   Dictionary of Greek

  • άψυκτος — η, ο αυτός που δεν ψύχτηκε καλά ή καθόλου: Τα κρέατα έμειναν άψυκτα και αλλοιώθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄψυκτον — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc sg ἄψυκτος not capable of being cooled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψύκτους — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»