-
1 ταλά-φρων
ταλά-φρων, ὁ, ἡ, verkürzte Form statt ταλασί-φρων, Il. 13, 300, πολεμιστής.
-
2 καρτερό-φρων
καρτερό-φρων, ον, = κρατερό-φρων, VLL.
-
3 πρό-φρων
πρό-φρων, ον, eigtl. mit vorgeneigter Seele, propenso animo, also geneigt, gewogen, wohlwollend; καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1, 77; οὐδέ τί πώ μοι πρόφρων τέτληκας εἰπεῖν ἔπος, 543, u. öfter; ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμ υνεν, 14, 71; οὔ νύ τι ϑυμῷ πρόφρονι μυϑέομαι, ich rede nicht von ganzem Herzen, mit voller Ueberzeugung oder parteiisch für die Trojaner, 8, 40, vgl. 10, 244; εἰ δὴ πρόφρονι ϑυμῷ Ὀλύμπιος αὐτὸς ἀνώγει, Il. 24, 140; in welchen Verbindungen Andere erkl. »mit festem Willen, mit unabänderlichem Vorsatz« oder »auf seinem Willen bestehend«; überall ist aber ein gemüthliches Geneigtsein dabei zu denken; ironisch ist die Vrbdg Od. 14, 406: πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην, dann könnte ich wohl aus vollem Herzen, freudig zu Zeus beten! d. i. ich könnte es nimmermehr. – So auch adv. προφρόνως, ep. προφρονέως, z. B. μάχεσϑαι Il. 5, 810, τῖεν 6, 173, ῥύοισϑε 17, 224. – Pind. πρόφρων ἄμβασε στρατόν, P. 4, 191; δέξεται πρόφρων, 9, 56; σύμμαχος, I. 5, 28; προφρόνως ἐφίλασε, P. 2, 16; ἀντέχομαι, N. 1, 33; καί σ' ἐπ οπτεύων πρόφρων ϑεὸς φυλάσσοι, Aesch. Ch. 1063; κλῠϑί μου πρόφρονι καρδίᾳ, Suppl. 344, u. öfter im adv. z. B. πέμπετ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκην, Ch. 471; Suppl. 1; γενοῦ πρόφρων ἡμῖν ἀρωγός, Soph. El. 4372; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 802. 3, 1188 u. in der Anth.
-
4 πυκινό-φρων
πυκινό-φρων, ονος, bedachtsames Sinnes; H. h. Merc. 538; Hes. frg. 36; ῥήτρη, Agath. 76 (XI, 350).
-
5 παρά-φρων
παρά-φρων, ον, vom rechten Verstande od. von der Wahrheit abirrend, verrückt, wahnsinnig, εἰ μὴ 'γὼ παράφρων μάντις ἔφυν καὶ γνώμας λειπομένα σοφᾶς, Soph. El. 464, Schol. ἀνόητος; Eur. Hipp. 232; ὅσα δι' ἡδονῆς αὖ μεϑύσκοντα παράφρονας ποιεῖ, Plat. Legg. I, 649 d; Sp.; Plut. verbindet παράφρονι καὶ παραπλῆγι τὴν διάνοιαν, Pomp. 72.
-
6 παχύ-φρων
-
7 περισσό-φρων
περισσό-φρων, ὁ, ἡ, = περισσόνοος, Aesch. Prom. 382.
-
8 περί-φρων
περί-φρων, ον, sehr bedächtig, verständig; in der Od. ist das Wort häufig, als Beiwort der Penelope, u. 11, 345 der Königinn der Phäaken, wie 19, 357 der Eurykleia. In der Il. kommt es nur einmal vor, 5, 412, auch von einer Frau. – Ἥφαιστος Hes. sc. 297; τέκνα Th. 894; – περίφρονες δ' ἄγαν ἀνιέρῳ μένει Aesch. Suppl. 738; περίφρονα δ' ἔλακες Ag. 1401, übermüthig. Einzeln auch in späterer Prosa.
-
9 πιστό-φρων
πιστό-φρων, ον, treugesinnt, Maneth. 4, 580.
-
10 πινυτό-φρων
πινυτό-φρων, ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; σιγή, Iul. Aeg. 34 ( Plan. 325).
-
11 πενιχρό-φρων
πενιχρό-φρων, arm an Geist, Phot.
-
12 πεδά-φρων
πεδά-φρων, ον, stand früher Pind. P. 8, 74 und wurde erkl. für äol. – μετάφρων, der hinterdrein, nach der That klug wird; Böckh schreibt πέδ' ἀφρόνων.
-
13 παν-υπέρ-φρων
παν-υπέρ-φρων, ονος, ganz übermüthig, γνῶμαι, Orph. H. 60, 12.
-
14 παν-επί-φρων
παν-επί-φρων, ον, ganz, sehr verständig, Opp. Cyn. 1, 328.
-
15 παν-εύ-φρων
παν-εύ-φρων, ον, sagte nach Poll. 6, 163 Cratin. für πάννυχος. Vgl. εὐφρόνη.
-
16 παλαιό-φρων
παλαιό-φρων, altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
-
17 παλίμ-φρων
παλίμ-φρων, ον, seine Gesinnung ändernd, Lycophr. 1349.
-
18 ποικιλό-φρων
ποικιλό-φρων, voll mannichfacher Gedanken, Rathschläge, verschlagen, listig, schlau, sinnreich; Eur. Hec. 30; v. l. für ποικιλόϑρονος, Sappho 1, 1.
-
19 πονηρὁ-φρων
πονηρὁ-φρων, ον, von schlechter Gesinnung, Sp.
-
20 πολύ-φρων
πολύ-φρων, ον, sehr verständig, klug, stets in gutem Sinne; Il. 18, 108; so heißt Hephästus, 21, 367 u. öfter, wie Odysseus, Od. 14, 424. 20, 239. – Auch nom. pr.
См. также в других словарях:
φρῶν — φράζω point out fut part act masc voc sg φράζω point out fut part act neut nom/voc/acc sg φράζω point out fut part act masc nom sg (attic epic ionic) φρέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… … Dictionary of Greek
αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… … Dictionary of Greek
επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… … Dictionary of Greek
ευθυδικόφρων — εὐθυδικόφρων, ον (Μ) αυτός που κρίνει με ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύδικος + φρων < θ. φρέν τού φρην, φρενός (πρβλ. ά φρων, εχέ φρων)] … Dictionary of Greek
ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] … Dictionary of Greek
ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek
εχθρόφρων — ἐχθρόφρων, ον (Α) (κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek
ζηνόφρων — ζηνόφρων, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν τού φρην, φρενός), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
ηδύφρων — ἡδύφρων, όνος, ὁ (Μ) αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, δαΐ φρων] … Dictionary of Greek
ηλεόφρων — ἠλεόφρων, ον (Α) μωρός στο μυαλό, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων παρά φρων] … Dictionary of Greek