-
1 παν-υπέρ-φρων
παν-υπέρ-φρων, ονος, ganz übermüthig, γνῶμαι, Orph. H. 60, 12.
-
2 παν-επί-φρων
παν-επί-φρων, ον, ganz, sehr verständig, Opp. Cyn. 1, 328.
-
3 παν-εύ-φρων
παν-εύ-φρων, ον, sagte nach Poll. 6, 163 Cratin. für πάννυχος. Vgl. εὐφρόνη.
-
4 πανεπίφρων
παν-επί-φρων, ον, ganz, sehr verständig -
5 πανυπέρφρων
παν-υπέρ-φρων, ονος, ganz übermütig
См. также в других словарях:
πάμφρων — πάμφρων, ονος, ὁ (Α) σοφός ως προς όλα, γνώστης τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek