-
1 κρατερό-φρων
κρατερό-φρων, ον, mit starkem, muthigem Sinn; Hom. Od. 4, 333 κρατερόφρονος ἀνδρός, Iliad. 14, 324 Ἡρακλῆα κρατερόφρονα, Odyss. 11, 299 Kastor u. Pollux κρατερόφρονε παῖδε; ἀδάμαντος ἔχον καρτερόφρονα ϑυμόν Hes. O. 146; τέκνα Th. 308; Apollo, Hymn. (IX, 525, 11); bei Hom. auch der Löwe, ϑὴρ κρατ., Il. 10, 184. – Vgl. κρατερόχροος.
-
2 καρτερό-φρων
καρτερό-φρων, ον, = κρατερό-φρων, VLL.
-
3 κρατερόφρων
κρατερό-φρων, ον, mit starkem, mutigem Sinn
См. также в других словарях:
κενεόφρων — κενεόφρων, ον (Α) αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο (βλ. κεν[ο] ) + φρων (< φρήν, ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν (πρβλ. κρατερό φρων, ταπεινό φρων)] … Dictionary of Greek