-
61 πηλο-φόρος
πηλο-φόρος, Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισϑωτοί.
-
62 πάμ-φορος
πάμ-φορος, Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.
-
63 πῑλο-φόρος
πῑλο-φόρος, einen πῖλος, einen Hut von Filz tragend, Ἀρμένιοι, Crinag. 22 (IX, 430).
-
64 πῡρη-φόρος
πῡρη-φόρος, poet. statt πυροφόρος, Weizen tragend; πεδίον, Od. 3, 495; h. Apoll. 228.
-
65 πῡρο-φόρος
πῡρο-φόρος, Weizen tragend od. hervorbringend; ἄρουρα, πεδίον, Il. 12, 314. 21, 602, u. öfter; Λιβύα, Pind. I. 3, 72; πεδία, Eur. Phoen. 647; ϑεά, 694; folgde Dichter, γαῖα Antiphil. (VII, 176); auch in Prosa, χώρα Plut. qu. nat. 15; Long. 1, 1; – auch νῆες, Weizen herbeiführend, Bacchyl. bei Ath. II, 39 f.
-
66 σπαρτο-φόρος
σπαρτο-φόρος, den Strauch σπάρτος tragend, Strab. 3, 4, 9.
-
67 σπερμο-φόρος
σπερμο-φόρος, Saamen tragend, Theophr.
-
68 σπονδο-φόρος
σπονδο-φόρος, eigtl. die heiligen Spenden oder Trankopfer darbringend; der Herold, welcher den Antrag auf Waffenstillstand dem Feinde überbringt, Ar. Ach. 211; – eine eigene Obrigkeit, von der in Olympia und an andern Orten zur Zeit der heiligen Spiele die ἐκεχειρία und die σπονδαί angekündigt wurden, Ζηνός, Pind. I. 2, 23, wo Dissen zu vergleichen; Thuc. 5, 49; Xen. Hell. 4, 7, 2; ϑεωρὸς καὶ σπονδοφόρος τῶν Κορείων, Posidon. bei Strab.; – Sp. übersetzten damit den fetialis der Römer, wie D. Hal. 1, 21.
-
69 στρεπτο-φόρος
στρεπτο-φόρος, eine Halskette tragend, Her. 8, 113.
-
70 σταφυλο-φόρος
σταφυλο-φόρος, Trauben tragend; – μόριον, der Zapfen im Munde, Arist. H. A. 1, 11.
-
71 σταχυη-φόρος
σταχυη-φόρος, Aehren tragend, Nonn. 26, 243.
-
72 σταχυο-φόρος
σταχυο-φόρος, Aehren tragend (?).
-
73 στεφανη-φόρος
στεφανη-φόρος, einen Kranz tragend; ϑίασοι, Eur. Bacch. 521; ἀγών, in welchem der Sieger einen Kranz davonträgt, Her. 5, 102, wie Andoc. 4, 2; ἦρος, Anacr. 53, 1, a. sp. D.; – ἀρχὴ στ., von den neun Archonten, Aesch. 1, 19. – Eine obrigkeitliche Person in den griechischen Städten, mit dem röm. flamen verglichen von D. Hal. 2, 74.
-
74 στεφη-φόρος
στεφη-φόρος, = στεφανηφόρος, Lycophr. 327; s. Lob. Phryn. 680.
-
75 στιγματη-φόρος
στιγματη-φόρος, Punkte, Flecken, Male tragend, habend, Lob. Phryn. 682.
-
76 στιγματο-φόρος
στιγματο-φόρος, = στιγματηφόρος, Polyaen. 1, 24.
-
77 συν-δορυ-φόρος
συν-δορυ-φόρος, ὁ, Mittrabant, Sp.
-
78 σχοινο-φόρος
σχοινο-φόρος, Binsen, Stricke, Matten tragend, E. M.
-
79 σύμ-φορος
σύμ-φορος, das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Uebersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; ϑυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῠτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.
-
80 σαρισσο-φόρος
σαρισσο-φόρος, eine macedonische Lanze tragend, φάλαγξ, Pol. 12, 20, 2; macedonischer Lanzenträger, Sp.
См. также в других словарях:
φορός — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — that which is brought in by way of payment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — I (λ. λατ.), το φόρο (βλ. λ.). II 1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνει ο πολίτης για το κράτος ή για διάφορα νομικά πρόσωπα: Έμμεσοι φόροι. – Ο φόρος της δεκάτης. 2. χρηματικό ποσό που πληρώνει ημιανεξάρτητη χώρα στον κυρίαρχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εναρ(σ)φόρος — ἐναρ(σ)φόρος, ον (Α) εναρηφόρος* … Dictionary of Greek
ζω(ο)φόρος — η ου, το διάζωμα των αρχαίων ναών που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο και που κοσμείται με ανάλογες μορφές ζώων και ανθρώπων: Η ζωφόρος του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… … Dictionary of Greek
φορόν — φορός bearing masc/fem acc sg φορός bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορώτατον — φορός bearing masc acc superl sg φορός bearing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)