-
1 ρυθμος
ион. ῥυσμός ὅ (в атт. тж. ῠ)1) размеренность, ритм, тактτῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥ. ὄνομά (ἐστιν) Plat. — определенный порядок движения называется ритмом;
μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat., Xen. — в такт, ритмично;ῥυθμοὺς σαλπίζειν Xen. — трубить в такт;ῥυθμῷ τινι Eur. — в известном порядке3) соразмерность, складность(τοῦ θώρακος Xen.)
4) вид, форма(τῶν γραμμάτων Her.)
Ἕλλην ῥ. πέπλων Eur. — греческий покрой одежд;τίνι ῥυθμῷ φόνου κτείνει Θυέστου παῖδα ; Eur. — каким образом убил он сына Тиеста? -
2 ρυθμός
ο1) ритм; ритмичность, размеренность; 2) стройность; симметрия; 3) темп;η άνοδος τού ρυθμού της παραγωγής — рост темпов производства;
ρυθμοί ανάπτυξης темпы роста;4) стиль (зданий, мебели, посуды и т. п.); ордер (архит.); 5) муз. такт;σημαίνω τον ρυθμό — отбивать такт;
βηματίζω με ρυθμό — шагать в такт;
παίζω στον ρυθμό — играть в такт;
6) размер (стиха) -
3 ρυθμός
[ритмос] ουσ. а. ритм, мерность, размеренность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρυθμός
-
4 ρυθμός
[ритмос] ουσ α ритм, мерность, размеренность. (αρχιτ) стиль, ордер, (μουσ) такт. -
5 Βυζαντινός ρυθμός
Βυζαντινός ρυθμός οвизантийский стиль в архитектуре, характерные отличия которого - арки, арочные перекрытия, см. τόξοΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Βυζαντινός ρυθμός
-
6 ενοπλιος
-
7 αυλεω
1) играть на свирели, флейте Her., Xen., Plat.αὐ. τι Her., Arph., Plat., Arst. — наигрывать что-л. на свирели;
αὐ. εἰρεσίαν τοῖς ἐλαύνουσι Plut. — играть в такт гребцам;2) pass. ( об игре на свирели) раздаваться, звучать(ηὐλεῖτο ὅ Βακχεῖος ῥυθμός Xen.)
3) трубить, играть(κέρασι Xen. и κέρατι Luc.)
4) pass. оглашаться игрой на свирели(αὐλεῖται πᾶν μέλαθρον Eur.)
-
8 βακχειος
-
9 βακχειος...
-
10 βακχευτης
-
11 εκρυθμος
2лишенный ритма, неритмичный(ἥ μουσικέ ἐπιστήμη ἐνρύθμων τε καὴ ἐκρύθμων Sext.)
-
12 εμμελεια
ἥ1) тж. pl. слаженность, стройность, гармония(ἐ. καὴ ῥυθμὸς μετὰ τοῦ πρέποντος Plut.)
ἐμμελείᾳ ирон. Arph. — ритмическими ударами2) эммелия (величавый танец, преимущ. трагический) Plat., Luc.3) музыка к эммелии(αὐλῆσαι ἐμμέλειαν Her.)
-
13 ενρυθμος
-
14 ερρυθμος
-
15 ετερα
I.ἥ1) (sc. ἡμέρα) следующий деньθἀτέρᾳ (= τῇ ἑτέρᾳ) Soph., Eur. — на следующий день, завтра;
ἢν αὔριον ἴῃς πρωΐ, τῇ ἑτέρᾳ ἂν … Xen. — если завтра утром отправишься, то послезавтра …2) (sc. ὁδός) другой путьτῇ ἑτέρᾳ Soph. — другой дорогой;
ἑτέραν ἐκτρέπεσθαι Luc. — повернуть на другой путь3) (sc. χείρ) другая рука Hom., преимущ. левая рука, шуйца Luc., Plut.II.adv. иначе, по-другомуἕ. μὲν ὅ πούς, ἕ. δὲ ὅ ῥυθμός Luc. — одно дело стопа, а другое - ритм
-
16 ευρυθμος
-
17 ηρωρος
3героический, т.е. гексаметрический(ῥυθμός Plat.; μέτρον Arst.)
ἡ. πούς Anth. — героическая стопа, т.е. дактиль -
18 θεματικος
31) рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект(ῥυθμός Plut.)
2) грам. первоосновной, корневой -
19 κιγκλοβατης
-
20 μετρον
τό1) мерило, измерительная линейкаμ. ἐν χερσὴν ἔχοντες Hom. — с измерительной линейкой в руках
2) единица измерения, мера емкости(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom.)
3) мера, критерий(μ. οὐχ ἥ ψυχή, ἀλλὰ ὅ νόμος Xen.; φησὴ - ὅ Πρωταγόρας - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.)
(μέτρα κελεύθου Hom.; εἰδέναι τέν χώραν μέτρῳ καὴ τόπῳ Xen.)
μέτρα θαλάσσης Hes. — морские просторы;ὅρμου μ. Hom. — обширный порт;μέτρα μορφῆς Eur. — внешние очертания, внешность5) (должная) мера, надлежащая степеньἐκ μέτρου NT. — в меру, т.е. расчетливо;μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. — соблюдать (во всем) меру;μ. ἔχειν Plat. — умерять6) полная мера, высшая степень(κακότητος Soph.)
μ. ἥβης Hom. — расцвет молодости7) стих. размер(τὸ μέλος καὴ ὅ ῥυθμὸς καὴ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.)
8) pl. стихи(τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥυθμός — any regular recurring motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… … Dictionary of Greek
ρυθμός — ο 1. εναλλαγή κινήσεων με ορισμένη τάξη: Κωπηλατούσαν με ρυθμό. 2. εναλλαγή φθόγγων και ήχων (στη μουσική και την ποίηση) με ορισμένη τάξη: Το ποίημα αυτό δεν έχει ρυθμό. 3. συμμετρία, αναλογία των μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ … Dictionary of Greek
τοσκανικός ρυθμός — Ονομάζεται έτσι ο αρχαιότερος και πιο απλός από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς των Ρωμαίων. Αποτελεί αρχαϊκή παραλλαγή του ελληνικού δωρικού ρυθμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η έλλειψη τρίγλυφων ραβδώσεων στους κίονες πάνω στο… … Dictionary of Greek
βικτοριανός ρυθμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα στον χώρο της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και των επίπλων. Την ονομασία του αυτή οφείλει στην περίοδο (1835 85) κατά την οποία επικράτησε, περίοδος που συμπίπτει με το διάστημα της βασιλείας (1837 1901) της βασίλισσας… … Dictionary of Greek
κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο … Dictionary of Greek
μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek