-
1 βοτρυς
-
2 Βοτρυς
- υος ἥ Ботрий ( город в Финикии) Polyb. -
3 βότρυς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βότρυς
-
4 βότρυς
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βότρυς
-
5 βότρυς
(-υος) ο гроздь, кисть -
6 βότρυς
гроздь, кисть винограда, виноград.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βότρυς
-
7 αποδρεπω
срывать, собирать(βότρυς Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὴ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.)
-
8 αποπερκοομαι
-
9 βακχειος
-
10 βακχειος...
-
11 εκποιεω
1) делать, изготовлять, строить2) производить, выделять(σπέρμα Arst.)
3) med. рождать(βότρυς Arph.)
4) impers. (воз)можноπερὴ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Polyb. — в этом яснее можно будет разобраться из последующего
5) передавать для усыновления, pass. быть усыновляемым Isae. -
12 ευβοτρυς
-
13 καθημεριος
дор. καθᾱμέριος 31) ежедневный, повседневный, т.е. неиссякающий(πολύκαρπος βότρυς Eur.)
2) нынешний(μοῖρα Soph.)
-
14 καλλιβοτρυς
-
15 μεθυπιδαξ
-
16 οινοπεπαντος
-
17 πεπων
2, gen. ονος (compar. πεπαίτερος)1) созревший, спелый(καρπός Her.; βότρυς Xen.)
σίκυος π. Arst. предполож. — тыква2) смягченный, кроткий, мягкийπεπαιτέρα μοῖρα τῆς τυραννίδος Aesch. — смерть приятнее тираннии;
μόχθος π. Soph. — утихшая боль;ἐχθροῖς π. Aesch. — милостивый к врагам3) ( в обращении) милый, дорогой(ὦ πέπον Hom.)
4) малодушный, робкийὦ πέπονες Ἀχαιΐδες, οὐκέτ΄ Ἀχαιοί! Hom. — о малодушные, ахеянки (вы), а не ахейцы больше!
-
18 πολυβοτρυς
-
19 πολυγλευκος
-
20 πορφυρω
1) тж. med. вздыматься, волноватьсяὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος Hom. — (Нестор колебался), как волнуется море;
κραδίη πόρφυρε Hom. — учащенно билось сердце2) отливать багрянцем, рдеть(βότρυς πορφύρων Anth.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
Βότρυς — Βότρῡς , Βότρυς bunch of grapes masc acc pl Βότρυς bunch of grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — βότρῡς , βότρυς bunch of grapes fem acc pl βότρυς bunch of grapes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοτρύοιν — Βότρυς bunch of grapes masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοτρύων — Βότρυς bunch of grapes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυ — Βότρυς bunch of grapes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυ — βότρυς bunch of grapes fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυα — Βότρυς bunch of grapes masc acc sg Βοτρύας masc voc sg (doric aeolic) Βοτρύας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυας — Βότρυς bunch of grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυας — βότρυς bunch of grapes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυε — Βότρυς bunch of grapes masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)