-
1 πρήστος
ο вздутый, напряжённый живот -
2 εὐ-κατά-πρηστος
εὐ-κατά-πρηστος, leicht zu verbrennen, Sp.
-
3 εὔ-πρηστος
εὔ-πρηστος, heftig angefacht, erregt, ἀϋτμή, vom Wehen des Blasebalgs, Il. 18, 471, was auch "heftig (das Feuer) anfachend" erkl. wird, vgl. Buttm. Lexil. I S. 105.
-
4 δυς-έμ-πρηστος
δυς-έμ-πρηστος, schwer zu verbrennen, Sp.
-
5 ευπρηστος
-
6 εὐέμπρηστος
εὐέμ-πρηστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέμπρηστος
-
7 εὐκατάπρηστος
εὐκατά-πρηστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκατάπρηστος
-
8 εὔπρηστος
εὔ-πρηστος ( πρήθω): well or strongly burning or blowing, Il. 18.471†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔπρηστος
-
9 δυςέμπρηστος
-
10 εὐκατάπρηστος
-
11 εὔπρηστος
εὔ-πρηστος, heftig angefacht, erregt, ἀϋτμή, vom Wehen des Blasebalgs; heftig (das Feuer) anfachend
См. также в других словарях:
πρήστος — και ιδιωμ. τ. πρήσκος, ο, Ν [πρήζω / πρήσκω] 1. το άγουρο σύκο όταν είναι φουσκωμένο 2. φουσκωμένη κοιλιά από δυσπεψία … Dictionary of Greek
ευέμπρηστος — εὐέμπρηστος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να κάψει, να πυρπολήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ πρηστος (< εμ πίμπρημι), πρβλ. δυσ έμ πρηστος] … Dictionary of Greek
εύπρηστος — η, ο (ΑΜ εὔπρηστος, ον) αυτός που καίγεται εύκολα, ο εύφλεκτος αρχ. (φρ) «εὔπρηστος ἀυτμή» δυνατό φύσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρηστος (< πίμπρημι «καίω»)] … Dictionary of Greek