-
41 ομονοια
-
42 παρανοια
ἥ умопомешательство, душевная болезнь Aesch., Eur., Arst.παρανοίας αἱρεῖν τινα Arph. или παρανοίας γράφεσθαι Plat. — делать заявление (перед судом) о чьей-л. невменяемости
-
43 περινοια
ἥ1) проницательность, вдумчивость(π. καὴ γνῶσις Plat.)
2) pl. настороженность, недоверчивость, подозрительность Thuc. -
44 πολυνοια
-
45 προνοια
ион. προνοίη ἥ1) предвидение(τοῦ πεπρωμένου Aesch.)
2) предусмотрительность, осмотрительностьπρόνοιαν θέσθαι Soph. — проявить благоразумие
3) намерение, умыселἐκ προνοίας Her., Lys., Arst. — (пред)намеренно, с умыслом
4) попечение, забота(πρόνοιαν ἔχειν или ἴσχειν τινός Thuc., Arst., περί τινος Soph. и ὑπέρ τινος Polyb. или πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος Dem., NT.)
ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριέων Thuc. — благодаря заботам (= мероприятиям) эретрийцев5) провидение(π. τοῦ θεοῦ Soph.; πρόνοιαι θεῶν Plat.)
-
46 συννοια
ион. συννοίη ἥ1) размышление, обдумывание Plat., Arst., Luc.συννοίῃ ἐχόμενος Her. — погруженный в размышления;
ἐμοί τοι ἥ ξ. βουλεύει πάλαι Soph. — я давно уже думаю об этом2) забота, тревога(συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Aesch.)
σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Eur. — с озабоченными глазами3) сознание своей вины, угрызение(σ. οἷον δέδρακε ἔργον Eur.)
-
47 υπονοια
ἥ1) предположение, догадка2) предвестник, знакὑ. οἷα πείσεται πόλις Eur. — предвестник того, что предстоит испытать городу
3) подозрение, недоверие(ὑ. δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν Men.)
ἐπ΄ ὀνόματος οὐδενὸς ποιεῖσθαι κατηγορίαν, καθ΄ ὑπόνοιαν δὲ πολλῶν Polyb. — не обвинять никого поименно, но подозрение бросать на многих4) вымысел, выдумкаτέν ὑπόνοιαν ἥ ἀλήθεια βλάψει Thuc. — истина устранит вымысел
5) внутренний (сокровенный) смысл Arst., Plut.θεομαχίαι ἐν ὑπονοίαις πεποιημέναι Plat. — битвы богов, в которые вложен аллегорический смысл
-
48 согласие
1. (положительный ответ на что-л.) η έγκριση, η θετική απάντηση, η συγκατάθεση, η συναίνεσηобщее - γενική -, ομόφωνη -2. (соглашение,взаимопонимание) η ομόνοια, η συμπό-νοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласие
-
49 значение
значение с 1) (смысл ) η έν νοια 2) (важность ) η σημασία иметь \значение έχω σημασία при давать \значение δίνω σημασία* * *с1) ( смысл) η έννοια2) ( важность) η σημασίαиме́ть значе́ние — έχω σημασία
придава́ть значе́ние — δίνω σημασία
-
50 жалость
жалост||ьж ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ οίκτος, ἡ συμπόνοια, ἡ λύπη:из \жалостьи ἀπό συμπό-νοιά ◊ какая \жалость1 τί κρίμα! -
51 идея
иде||яж в разн. знач. ἡ Ιδέα, ἡ ἔν-νοια / филос. τό νόημα:политические \идеяи οἱ πολιτικές Ιδέες· \идея романа ἡ Ιδέα τοῦ μυθιστορήματος· он первый по́дал эту \идеяю πρώτος είχε αὐτή τήν ίδέα· счастливая \идея ἡ σωστή Ιδέα· навязчивая \идея ἡ ἔμμονη Ιδέα -
52 незнание
незнани||ес ἡ ἄγνοια:по \незнаниею ἀπό ἄγ-νοια -
53 понятие
поняти||ес ἡ Ιδέα, ἡ γνώση, ἡ ἔν-νοια:иметь \понятие ὁ чем-л. ἔχω Ιδέα γιά κάτι· не иметь ни малейшего \понятиея о чем-л. δέν ἔχω τήν παραμικρή ἰδέα γιά κάτι· растяжимое \понятие ἐλαστική ἔννοια -
54 несообразительность
-и θ.βραδύνοια, δύσ-νοια, χοντροκεφαλιά, χοντρομυαλιά. -
55 острота
острота 1-ы и. παλ. острота-ы θ.οξύ--νοια, αγχίνοια, σπιρτάδα πνεύματος•пускать (отпустить) -у, -ы ευφυολογώ, χαριτολογώ, λέγω έξυπνα, σκαρώνω καλαμπούρια•
злая χαιρέκακο πνεύμα σαρκασμός.
острота 2-ы θ.1. αιχμηρότητα, οξύτητα.2. ισχυρότητα, οξύτητα•острота зрения οξύτητα όρασης.
3. δριμύτητα•острота запаха δριμϋτηταοσμής.
4. στυφότητα. || το ξυνό.5. καυστικότητα.6. μτφ. δηκτικότητα.7. σφοδρότητα. -
56 βραδύνοια
βρᾰδῠ-νοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδύνοια
-
57 διχόνοια
δῐχό-νοια, ἡ,A discord, disagreement, Pl.Alc.1.126c, Plu.2.70c;δ. περὶ τοῦ ἀρίστου Ph.2.181
: c. gen., disagreement with,τῆς Ἀντωνίου γνώμης App.BC5.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχόνοια
-
58 δύσνοια
δύσ-νοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσνοια
-
59 κακόνοια
κᾰκό-νοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόνοια
-
60 μεγαλόνοια
μεγᾰλό-νοια, ἡ,III as honorific title,ἡ ὑμετέρα μ. PFlor.303.7
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόνοια
См. также в других словарях:
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
πρωτόνοια — ἡ, Μ η πρώτη σκέψη, ο πρώτος στοχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. υπό νοια] … Dictionary of Greek
πτωχόνοια — ἡ, Μ έλλειψη νού, φτωχό μυαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. μικρό νοια] … Dictionary of Greek
ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] … Dictionary of Greek
парано́йя — и, ж. мед. Хроническое душевное расстройство, характеризующееся устойчивыми бредовыми идеями при сохранении в остальном логичности мышления. Паранойя, как известно, характеризуется тем, что человек, умственно здоровый, считающийся и с логикой и с … Малый академический словарь
βαρύνοια — η η έλλειψη οξύνοιας, η αμβλύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + νοια < νους] … Dictionary of Greek
επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] … Dictionary of Greek
Paranoia — Para|noia [...ne̲u̲a; aus gr. παρανοια = Torheit, Wahnsinn] w; : „Verrücktheit“, Bezeichnung für die aus inneren Ursachen erfolgende, schleichende Entwicklung eines dauernden Systems von Wahnvorstellungen … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke