Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμόνοια

См. также в других словарях:

  • ὁμονοία — ὁμονοίᾱ , ὁμόνοια oneness of mind fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίᾳ — ὁμονοίᾱͅ , ὁμόνοια oneness of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνοια — oneness of mind fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… …   Dictionary of Greek

  • ομόνοια — η σύμπτωση απόψεων, συμφωνία, συμβίωση, αμοιβαιότητα αισθημάτων και απόψεων: Η ομόνοια σπίτια χτίζει κι η διχόνοια τα γκρεμίζει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμονοίας — ὁμονοίᾱς , ὁμόνοια oneness of mind fem acc pl ὁμονοίᾱς , ὁμόνοια oneness of mind fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίαι — ὁμονοίᾱͅ , ὁμόνοια oneness of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίαις — ὁμόνοια oneness of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμονοίης — ὁμόνοια oneness of mind fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνοιαι — ὁμόνοια oneness of mind fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόνοιαν — ὁμόνοια oneness of mind fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»