-
1 υπονοία
ὑπονοίᾱ, ὑπόνοιαsuspicion: fem nom /voc /acc dual——————ὑπονοίᾱͅ, ὑπόνοιαsuspicion: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 υπόνοια
ὑπόνοιαsuspicion: fem nom /voc sg——————ὑπόνοιαι, ὑπόνοιαsuspicion: fem nom /voc pl -
3 ὑπόνοια
ὑπόνοια, ας, ἡ (ὑπονοέω; Thu. et al.; pap, LXX; EpArist 316; Philo; Jos., Bell. 1, 227; 631; Ath. 1, 4) opinion or conjecture based on slight evidence, suspicion, conjecture ὑπόνοιαι πονηραί evil conjectures, false suspicions 1 Ti 6:4 (Sir 3:24 ὑπόνοια πονηρά).—B. 1244. DELG s.v. νόος. M-M. TW. -
4 υπονοια
ἥ1) предположение, догадка2) предвестник, знакὑ. οἷα πείσεται πόλις Eur. — предвестник того, что предстоит испытать городу
3) подозрение, недоверие(ὑ. δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν Men.)
ἐπ΄ ὀνόματος οὐδενὸς ποιεῖσθαι κατηγορίαν, καθ΄ ὑπόνοιαν δὲ πολλῶν Polyb. — не обвинять никого поименно, но подозрение бросать на многих4) вымысел, выдумкаτέν ὑπόνοιαν ἥ ἀλήθεια βλάψει Thuc. — истина устранит вымысел
5) внутренний (сокровенный) смысл Arst., Plut.θεομαχίαι ἐν ὑπονοίαις πεποιημέναι Plat. — битвы богов, в которые вложен аллегорический смысл
-
5 ὑπόνοια
A suspicion, conjecture, guess, Ar. Pax 993 (pl., anap.);τοῦ μὴ συνειληφέναι Sor.2.54
, cf. Gal.6.663; ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων notions formed of future events, Th.5.87;ἡ ὑ. τῶν ἔργων Id.2.41
, cf. E.Ph. 1133; in bad sense,ὑπόνοιαι πλασταί D.48.39
, cf. Men.Mon. 732.2 suggestion, Phld.Mus.p.71 K.; imputation, Id.D.1.13.II the real meaning which lies at the bottom of a thing, deeper sense,τὰς ὑ. οὐκ ἐπίστανται X.Smp.3.6
; esp. covert meaning (such as is conveyed by myths and allegories),ὁ.. νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑ. καὶ ὃ μή Pl.R. 378d
, cf. Plu.2.19e; opp. αἰσχρολογία, Arist.EN 1128a24; by insinuation, covertly,Plb.
28.4.5, D.H.Rh.9.1;δι' ὑπονοιῶν Alciphr.2.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόνοια
-
6 υπόνοια
η1) подозрение;έχω (την) υπόνοια — подозревать;
γιά να μού φύγει κάθε υπόνοια — чтобы рассеять всякое подозрение;
ανώτερος πάσης υπόνοίας — вне подозрений, выше подозрений;
2) предположение, догадка, гипотеза -
7 ὑπονοία
Βλ. λ. υπονοία -
8 ὑπονοίᾳ
Βλ. λ. υπονοία -
9 ὑπόνοια
Βλ. λ. υπόνοια -
10 ὑπόνοιᾳ
Βλ. λ. υπόνοια -
11 ὑπόνοια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπόνοια
-
12 υπόνοια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπόνοια
-
13 ὑπόνοια
ὑπό-νοια, ἡ, versteckte Meinung, Verdacht, Argwohn, Vermutung, Sinn einer Rede; παρὰ ὑπόνοιαν, wider Erwarten; ἐν ὑπονοίᾳ und καϑ' ὑπόνοιαν, allegorisch, sinnbildlich -
14 ὑπόνοια
предположение, подозрение, догадка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπόνοια
-
15 υπόνοια
[ипониа] ουσ. Θ. подозрение, догадка, предположение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόνοια
-
16 ὑπόνοια
-ας + ἡ N 1 0-0-0-3-1=4 DnLXX 4,19(16).33b(30); 5,6; Sir 3,24suspicion, conjecture→TWNT -
17 υπόνοια
[ипониа] ουσ θ подозрение, догадка, предположение. -
18 υπόνοια
1) implication2) suspicionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπόνοια
-
19 şüphe
υπόνοια, καχυποψία -
20 υπονοίας
ὑπονοίᾱς, ὑπόνοιαsuspicion: fem acc plὑπονοίᾱς, ὑπόνοιαsuspicion: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὑπονοία — ὑπονοίᾱ , ὑπόνοια suspicion fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονοίᾳ — ὑπονοίᾱͅ , ὑπόνοια suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόνοια — suspicion fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόνοια — η / ὑπόνοια, ΝΑ [ὑπονοῶ] 1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία 2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
υπόνοια — η 1. υποψία, υπόθεση, ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνο και όχι από αποδείξεις: Έχει την υπόνοια ότι ο υπάλληλός του τον κλέβει. 2. η βαθύτερη, η κρυφή σημασία των αλληγοριών και των μύθων. 3. αμφιβολία, αβεβαιότητα, δυσπιστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόνοιᾳ — ὑπόνοιαι , ὑπόνοια suspicion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονοίας — ὑπονοίᾱς , ὑπόνοια suspicion fem acc pl ὑπονοίᾱς , ὑπόνοια suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονοίαι — ὑπονοίᾱͅ , ὑπόνοια suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονοιῶν — ὑπόνοια suspicion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονοίαις — ὑπόνοια suspicion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονοίῃ — ὑπόνοια suspicion fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)