-
1 πλατύ-λογχος
-
2 τρί-λογχος
τρί-λογχος, dreispitzig.
-
3 χρῡσό-λογχος
χρῡσό-λογχος, mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.
-
4 εὔ-λογχος
-
5 δί-λογχος
-
6 μοιρο-λόγχος
μοιρο-λόγχος, Theil habend, Poll. 8, 136, ἐπὶ τῶν μετεχόντων κακουργήματος.
-
7 θυρσό-λογχος
θυρσό-λογχος, ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα ϑυρσόλογχα ϑεῶν Strab. I, 19.
-
8 ἄ-λογχος
-
9 ἐπί-λογχος
ἐπί-λογχος, mit einer (eisernen) Spitze, βέλος, Eur. Hipp. 222.
-
10 ἑπτά-λογχος
ἑπτά-λογχος, στόλος, aus sieben Lanzen od. Heerschaaren bestehend, Soph. O. C. 1307.
-
11 ἄλογχος
ἄ-λογχος, ohne Spitze, ohne Lanzen -
12 δίλογχος
-
13 ἐπίλογχος
-
14 ἑπτάλογχος
ἑπτά-λογχος, στόλος, aus sieben Lanzen od. Heerscharen bestehend -
15 εὔλογχος
εὔ-λογχος, ein glückliches Los habend, od. mit scharfer Spitze; von den Bildern des Demokrit -
16 θυρσόλογχος
θυρσό-λογχος, ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze -
17 μοιρολόγχος
-
18 πλατύλογχος
πλατύ-λογχος, breitspitzig, mit breiter Lanzenspitze; τὸ πλ., subst., breitspitzige Lanze -
19 τρίλογχος
-
20 χρῡσόλογχος
χρῡσό-λογχος, mit goldener Lanze, Spitze
См. также в других словарях:
θυρσόλογχος — θυρσόλογχος, ον (Α) 1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυρσόλογχος λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά λογχος, χρυσό λογχος] … Dictionary of Greek
μοιρολόγχος — μοιρολόγχος, ὁ (Α) αυτός που συμμετέχει σε κάτι, ιδίως κακό, μέτοχος, κοινωνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + λόγχος (< λόγχη «μοίρα» < λαγχάνω), πρβλ. εύ λογχος) … Dictionary of Greek
χρυσόλογχος — ον, Α 1. (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.) 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι στρατιωτικό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λογχος (< λόγχη),… … Dictionary of Greek
άλογχος — ἄλογχος, ον (Α) 1. ο χωρίς λόγχες, χωρίς όπλα 2. (για το ίδιο το δόρυ) το δίχως αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λογχος < λόγχη] … Dictionary of Greek
λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
πλατύλογχος — ον, Α 1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχον λόγχη με πλατιά αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λογχος (< λόγχη)] … Dictionary of Greek
τρίλογχος — ον, Μ αυτός που έχει τρεις λόγχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λογχος (< λόγχη)] … Dictionary of Greek