-
1 πρός-κωπος
πρός-κωπος, am, beim Ruder, rudernd; Thuc. 1, 10; Luc. Char. 1.
-
2 πρό-κωπος
πρό-κωπος, das Schwert am Griffe haltend; Aesch. Ag. 1652; auch ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω, das Schwert, das Einer bereits am Griffe gefaßt hält, schlagfertig machen, 1651, wie πρόκωπον ξίφος Eur. Or. 1478; πρόκωπον ἔχων τὴν ἅρπην, Luc. D. Mar. 14, 3.
-
3 πεντά-κωπος
πεντά-κωπος, fünfruderig, Gloss.
-
4 πολύ-κωπος
πολύ-κωπος, vielruderig; σκάφος, Eur. I. T. 981; ὄχημα ναός, Soph. Trach. 653.
-
5 τριᾱκοντά-κωπος
τριᾱκοντά-κωπος, mit dreißig Rudern, πλοῖον Pol. 22, 16, 13.
-
6 φιλό-κωπος
φιλό-κωπος, = φιλήρετμος, Ruder liebend, VLL.
-
7 εὔ-κωπος
-
8 εἰκοσά-κωπος
εἰκοσά-κωπος, mit zwanzig Rudern, VLL.
-
9 μελάγ-κωπος
μελάγ-κωπος, mit schwarzem Griffe, Schol. Eur. Or. 809.
-
10 μακρό-κωπος
μακρό-κωπος, mit langem Ruder, E. M.
-
11 δί-κωπος
-
12 μονό-κωπος
μονό-κωπος, allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.
-
13 λιπό-κωπος
λιπό-κωπος, ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.
-
14 αὐτό-κωπος
αὐτό-κωπος ( κώπη), sammt dem Griff; βέλη, von einem Schwerte, Aesch. Ch. 161.
-
15 ὀρθιό-κωπος
ὀρθιό-κωπος, aufrecht rudernd, Hesych.
-
16 ἄ-κωπος
-
17 ἐπί-κωπος
-
18 ἐλεφαντό-κωπος
ἐλεφαντό-κωπος, mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.
-
19 κώψ
-
20 ακωπος
См. также в других словарях:
ιστιόκωπος — ἱστιόκωπος, ἡ (Α) (ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος, φιλό κωπος] … Dictionary of Greek
κερόκωπος — κερόκωπος, ον (Μ) αυτός που έχει κώπη, δηλ. λαβή, από κέρατο («ξίφος κερόκωπον», Μοσχόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κωπος (< κώπη), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek
μακρόκωπος — μακρόκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μακριά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ελεφαντό κωπος, σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek
εύκωπος — εὔκωπος, ον (Α) (για σκάφη) αυτός που έχει καλά κουπιά, που προχωρεί εύκολα με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κωπος (< κώπη), πρβλ. επί κωπος] … Dictionary of Greek
λιπόκωπος — λιπόκωπος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος] … Dictionary of Greek
μελάγκωπος — μελάγκωπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρη λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κώπη (πρβλ. λιπό κωπος, φιλό κωπος)] … Dictionary of Greek
μονόκωπος — η, ο (Α μονόκωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο κουπί νεοελλ. (για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό κωπος] … Dictionary of Greek
ορθιόκωπος — ὀρθιόκωπος, ον (Α) αυτός που κωπηλατεί όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + κωπος (< κώπη), προβ. επί κωπος] … Dictionary of Greek
πεντάκωπος — ον, Α (για σκάφος) αυτός που έχει πέντε κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κωπος (< κώπη), πρβλ. δί κωπος] … Dictionary of Greek
πολύκωπος — η, ο / πολύκωπος, ον, ΝΑ (για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό κωπος] … Dictionary of Greek
πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek