-
101 προθρονος
-
102 προκαθιζω
ион. προκατίζω тж. med.1) сидеть впередиπ. τινός Luc. — восседать выше, т.е. быть старше кого-л.2) восседать(ὅ θρόνος, ἐς τὸν προκατίζων ἐδίκαζε Her.)
προκατίζεσθαι ἐς τὸ προάστειον Her. — проводить судебное заседание в предместье3) med. выставлять вперед, т.е. размещать для охраныπ. ἱππεῖς φυλάττοντας τὰς περὴ τὸν ποταμόν διαβάσεις Polyb. — размещать всадников для охраны речных переправ
4) ставить во главе, назначать начальником(τινὰ ἐπὴ Τυρρηνίας Polyb.)
-
103 προσκλινω
дор. ποτῐκλίνω (λῑ)1) прислонять, приставлять(βέλος τινί Hom.)
θρόνος ποτικέκλῐται (pf. pass.) αὐγῇ Hom. — кресло стоит у огня2) склонять, убеждать(τέν ψυχήν τινος τοῖς λόγοις Plut.)
προσκλιθῆναί τινι Sext. — склониться в пользу чего-л.;ᾧ προσεκλίθη ἀνδρῶν ἀριθμὸς τετρακοσίων NT. — к которому пристало четыреста человек3) (sc. ἑαυτόν) склоняться, переходить (на чью-л. сторону)(τοῖς Ῥοδίοις Polyb.; med. τινι Sext.)
4) грам. склонять, флектировать -
104 σιγαλοεις
-
105 συνθρονος
-
106 υπερτατος
3[superl. к ὑπέρ См. υπερ]1) очень высоко расположенныйἧστο ὑ. Hom. — он сидел на самом верху
2) высочайший, величайший(δῶμα Hes.; θρόνος Pind.; перен. θεῶν ἥ ὑπερτάτη Soph.)
ὑ. Ζεύς Pind., Aesch. — всевышний Зевс;σέβας ὑπέρτατον Soph. — почетнейший дар;πάντων κτημάτων ὑπέρτατον Soph. — драгоценнейшее из всех благ3) старший(ὑ. υἱέων Pind.)
-
107 υψιθρονος
-
108 φονολιβης
-
109 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
110 χρυσοθρονος
-
111 престол
престолм1. ὁ θρόνος:возведение на \престол ἡ ἐνθρόνιση [-ις], ὁ ἐνθρονισμός· вступать на \престол ἀνεβαίνω στον θρόνο· свергнуть с \престола ἐκθρονίζω, ξεθρονίζω· отречься от \престола παραιτοῦμαι τοῦ θρόνου·2. иерк. ἡ ἀγία τράπεζα. -
112 трон
тронм ὁ θρόνος:вступление на \трон ἡ ἀνάρρηση στον θρόνο· вступить на \трон ἀνέρχομαι είς τόν θρόνον. -
113 θρόνοιο
θρόνονflowers embroidered on cloth: neut gen sg (epic)θρόνοςseat: masc gen sg (epic) -
114 θρόνοις
θρόνονflowers embroidered on cloth: neut dat plθρόνοςseat: masc dat pl -
115 θρόνοισ'
θρόνοισι, θρόνονflowers embroidered on cloth: neut dat pl (epic ionic aeolic)θρόνοισι, θρόνοςseat: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
116 θρόνοισι
θρόνονflowers embroidered on cloth: neut dat pl (epic ionic aeolic)θρόνοςseat: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
117 θρόνοισιν
θρόνονflowers embroidered on cloth: neut dat pl (epic ionic aeolic)θρόνοςseat: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
118 θρόνον
θρόνονflowers embroidered on cloth: neut nom /voc /acc sgθρόνοςseat: masc acc sg -
119 θρόνου
θρόνονflowers embroidered on cloth: neut gen sgθρόνοςseat: masc gen sg -
120 θρόνωι
θρόνῳ, θρόνονflowers embroidered on cloth: neut dat sgθρόνῳ, θρόνοςseat: masc dat sg
См. также в других словарях:
θρόνος — seat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
θρόνος — ο 1. πολυτελές κάθισμα: Επισκοπικός θρόνος. 2. εξουσία: Ανεβαίνω στο θρόνο. – Απομακρύνομαι από το θρόνο. 3. φρ., «λόγος του θρόνου», λόγος που παλαιότερα εκφωνούσε ο βασιλιάς στη Βουλή, όταν άρχιζαν οι εργασίες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
θρόνε — θρόνος seat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνοι — θρόνος seat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνους — θρόνος seat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Throne — This article is about royal thrones; for other meanings see Throne (disambiguation). The thrones for Elizabeth II as Queen of Canada, and the Duke of Edinburgh (back) in the Canadian Senate, Ottawa are usually occupied by the Queen s… … Wikipedia
αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… … Dictionary of Greek
θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… … Dictionary of Greek