-
1 trône
θρόνος -
2 trůn
θρόνος -
3 throne
θρόνος -
4 tron
θρόνος -
5 Throne
subs.met., rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, τυραννίς, ἡ, or use V. θρόνος, ὁ, or pl., σκῆπτρον, τό, or pl.; see Kingship, Rule.Restore to the throne: P. κατάγειν ἐπὶ βασιλείᾳ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throne
-
6 престол
престолм1. ὁ θρόνος:возведение на \престол ἡ ἐνθρόνιση [-ις], ὁ ἐνθρονισμός· вступать на \престол ἀνεβαίνω στον θρόνο· свергнуть с \престола ἐκθρονίζω, ξεθρονίζω· отречься от \престола παραιτοῦμαι τοῦ θρόνου·2. иерк. ἡ ἀγία τράπεζα. -
7 трон
тронм ὁ θρόνος:вступление на \трон ἡ ἀνάρρηση στον θρόνο· вступить на \трон ἀνέρχομαι είς τόν θρόνον. -
8 throne
[Ɵrəun]1) (the ceremonial chair of a king, queen etc, pope or bishop.) θρόνος2) (the king or queen: He swore allegiance to the throne.) (το) Στέμμα, ο βασιλιάς/ η βασίλισσα -
9 трон
[τρόν] ουσ. α. θρόνος -
10 трон
[τρόν] ουσ α θρόνος -
11 великокняжеский
επ.μεγαλοπριγκηπικός•-престол ο μεγαλοπριγκηπικός θρόνος.
-
12 кафедра
-ы θ.1. καθέδρα, έδρα διδάσκοσκοντα καθηγητή ή ομιλητή.2. ένωση καθηγητών ενός ή και πολλών συγγενών κλάδων.3. (εχχλσ.) δεσποτικός θρόνος, το δεσποτικό,το επισκοπικό.4. επισκοπή, επισκοπάτο. -
13 патриарший
επ.1. πατριαρχικός•патриарший престол πατριαρχικός θρόνος•
патриарший сан το πατριαρχικό αξίωμα.
2. αρχοντικός, μεγαλοπρεπής. -
14 престол
-а α.1. θρόνος•войти (вступить) на престол ανεβαίνω στο θρόνο•
сидеть на -θ κάθομαι• στο θρόνο (βασιλεύω)•
возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο•
свергнуть с -а εκθρονίζω•
отречься (отказать(ся) от -а παραιτούμαι, από το θρόνο•
наследник -а διάδοχος του θρόνου.
2. η Αγία Τράπεζα. -
15 трон
-а α.ο θρόνος. || μτφ. βασιλεία, μοναρχία•быть на -е βασιλεύω, άρχω•
лишиться -а εκθρονίζομαι•
вступить на трон ανεβαίνω στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς.
-
16 царский
επ.τσαρικός, βασιλικός•-ая корона η τσαρική κορόνα•
царский престол τσαρικός θρόνος•
-ая россия η τσαρική Ρωσία•
-ое правительство τσαρική κυβέρνηση•-ое самодержавие τσαρική απολυταρχία.
|| πολυτελής•царский подарок πολυτελές (βασιλικό) δώρο.
εκφρ.-ие врата ή двери – (εκκλσ.) η πύλη του τέμπλου, του εικονοστασίου. -
17 царственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно1. παλ. τσαρικός•царственный престол τσαρικός θρόνος•
-ая могила τσαρικός τάφος.
2. μτφ. μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, βασιλικός•царственный вид μεγαλειώδης όψη.
-
18 шатать
ρ.δ.μ.1. κουνώ, σείω, κλονίζω, ταλαντεύω• δονώ•шатать столб κουνώ το στύλο•
шатать зуб κουνώ το δόντι.
2. απρόσ. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε κατά το βάδισμα,τρικλίζω.1. κουνιέμαι, σείομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.μτφ. κλονίζομαι, δονούμαι, γίνομαι ασταθής•-ются устои δονούνται οι βάσεις ή τα θεμέλια•
-ется трон κλονίζεται ο θρόνος.
2. ταλαντεύομαι, τρικλίζω.3. πλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω. -
19 шахский
επ.σαχικός, του.σάχη•шахский престол ο σαχικός θρόνος•
шахский режим το καθεστώς του σάχη.
-
20 Chair
subs.Ar. and P. δίφρος, ὁ.Chair of state: P. and V. θρόνος, ὁ.Seat: Ar. and V. ἕδρα, ἡ (rare P.), θᾶκος, ὁ (Plat. also but rare P.), V. θάκημα, τό.Take the chair, be chairman: Ar. and P. ἐπιστατεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chair
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρόνος — seat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
θρόνος — ο 1. πολυτελές κάθισμα: Επισκοπικός θρόνος. 2. εξουσία: Ανεβαίνω στο θρόνο. – Απομακρύνομαι από το θρόνο. 3. φρ., «λόγος του θρόνου», λόγος που παλαιότερα εκφωνούσε ο βασιλιάς στη Βουλή, όταν άρχιζαν οι εργασίες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
θρόνε — θρόνος seat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνοι — θρόνος seat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνους — θρόνος seat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Throne — This article is about royal thrones; for other meanings see Throne (disambiguation). The thrones for Elizabeth II as Queen of Canada, and the Duke of Edinburgh (back) in the Canadian Senate, Ottawa are usually occupied by the Queen s… … Wikipedia
αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… … Dictionary of Greek
θρονί — το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος] 1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο 2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος νεοελλ. 1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής… … Dictionary of Greek