-
1 εὔ-θικτος
εὔ-θικτος, 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνϑρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Uebh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔϑ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐϑίκτως ἀποκρίνασϑαι Hdn. 4, 7, 2.
-
2 ἀ-πρός-θικτος
ἀ-πρός-θικτος, unberührt, Hesych.
-
3 ἄ-θικτος
ἄ-θικτος, dasselbe, νόσοις Aesch. Suppl. 556; ἡ παρϑένος Araros B. A. 82, u. so, jungfräulich, ἅμματα παρϑενίης Ant. S. 85 (VII, 164); nicht zu berühren, heilig, Aesch. Ag. 362; χῶρος Soph. O. C. 39; τῶν ἀϑίκτων ἕξεται O. R. 891; γᾶς ὄμφαλον 897. Mit dem gen., wo es auch act., nicht berührend, fein kann, κερδῶν, d. i. nicht zu bestechen, Aesch. Eum. 674; ἡγητῆρος, d. i. ohne Führer, Soph. O. C. 1517; Eur. Hippol. 1006. Oft bei Plut., κακίας Num. 20; δωροδοκίας Cic. 10; aber auch dat., Pomp. 23; ὑπὸ τοῦ πυρός Pyrrh. 3.
-
4 ἄθικτος
ἄ-θικτος, unberührt; jungfräulich; nicht zu berühren, heilig; nicht zu bestechen; ohne Führer -
5 ἀπρόςθικτος
-
6 εὔθικτος
εὔ-θικτος, (1) leicht zu berühren. (2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz: witzig. Übh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔϑ., erfinderisches Sinnes; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten
См. также в других словарях:
εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος … Dictionary of Greek
άθικτος — και χτος, η, ο (Α ἄθικτος, ον) παθητ. 1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος 2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος 3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή νεοελλ. 1. αμεταχείριστος, καινούργιος 2. (με ηθική σημ.)… … Dictionary of Greek