-
1 εἰς-αγώγιμος
εἰς-αγώγιμος, was eingeführt werden darf, von Waaren, im Ggstz von ἐξαγώγιμος, Arist. rhet. 1, 17; dah. übh. fremd, Eur. fr. 136; τέχνην δεομένην ξενικῶν τινων εἰςαγωγίμων Plat. Legg. VIII, 847 e; bes. vom Proceß, der eingeleitet werden darf, Dem. 32, 1. 22; vgl. Lys. 23, 5. Dah. πότερον εἰςαγωγίμους καὶ τὰς τῶν ἄλλων δωροδοκίας ποιήσετε, werdet ihr Klagen über Bestechungen zulassen, Din. 1, 46.
-
2 δωρο-δοκία
δωρο-δοκία, ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.
-
3 ἄ-θικτος
ἄ-θικτος, dasselbe, νόσοις Aesch. Suppl. 556; ἡ παρϑένος Araros B. A. 82, u. so, jungfräulich, ἅμματα παρϑενίης Ant. S. 85 (VII, 164); nicht zu berühren, heilig, Aesch. Ag. 362; χῶρος Soph. O. C. 39; τῶν ἀϑίκτων ἕξεται O. R. 891; γᾶς ὄμφαλον 897. Mit dem gen., wo es auch act., nicht berührend, fein kann, κερδῶν, d. i. nicht zu bestechen, Aesch. Eum. 674; ἡγητῆρος, d. i. ohne Führer, Soph. O. C. 1517; Eur. Hippol. 1006. Oft bei Plut., κακίας Num. 20; δωροδοκίας Cic. 10; aber auch dat., Pomp. 23; ὑπὸ τοῦ πυρός Pyrrh. 3.
-
4 εἰςαγώγιμος
εἰς-αγώγιμος, was eingeführt werden darf (von Waren), im Ggstz von ἐξαγώγιμος; dah. übh. fremd; bes. vom Prozess, der eingeleitet werden darf. Dah. πότερον εἰςαγωγίμους καὶ τὰς τῶν ἄλλων δωροδοκίας ποιήσετε, werdet ihr Klagen über Bestechungen zulassen
См. также в других словарях:
δωροδοκίας — δωροδοκίᾱς , δωροδοκία taking of bribes fem acc pl δωροδοκίᾱς , δωροδοκία taking of bribes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… … Dictionary of Greek
ЛИТУРГИЯ — • Λειτουργία, в Афинах, к государственным повинностям, падавшим преимущественно на богатых граждан, относились так называемые Л., личные услуги государству, состоявшие в том, что богатые граждане на свой счет удовлетворяли некоторым… … Реальный словарь классических древностей
LYSISTRATES — Praetor Athenis, peculator et malitiosus, qui et avaritiae et δωροδοκίας nomine traducitur. Quidam poetam tragicum faciunt ignobilem. vide Scholia in Aristoph. Aves … Hofmann J. Lexicon universale
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek
δωροδόκημα — το (AM δωροδόκημα) 1. το αποτέλεσμα τής δωροδοκίας, η διαφθορά 2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία νεοελλ. το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος … Dictionary of Greek
νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για … Dictionary of Greek
σιμωνιακός — ή, ό / σιμωνιακός, ή, όν, ΝΜΑ [σιμωνία] 1. αυτός που έχει σχέση με τη σιμωνία 2. ο ένοχος σιμωνίας νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιμωνιακά πολύκροτο σκάνδαλο δωροδοκίας και σιμωνίας που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη τον Ιανουάριο 1875… … Dictionary of Greek
χειροπιαστός — και χεροπιαστός, ή, ό, Ν 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό 2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό… … Dictionary of Greek
ψάξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψάχνω, αναζήτηση 2. διερεύνηση («θέλει ψάξιμο η υπόθεση τής δωροδοκίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έψαξα τού ψάχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek