-
1 δμητός
δμητόςtamed: masc nom sg -
2 δμητός
A tamed, Hsch., EM389.46. -
3 χρῡσεό-δμητος
χρῡσεό-δμητος, l. d. für χρυσεόκμητος.
-
4 εὔ-δμητος
-
5 νεό-δμητος
νεό-δμητος, 1) ( δέμω) frisch, neu gebau't; νεόδματα στεφανώματα βωμῶν, Pind. I. 3, 80; τύμβος, Ep. ad. 705 ( App. 120). – 2) (δαμάω) eben überwältigt, getödtet, Eur. Rhes. 887, v. l. νεόκμητος, – eben, neu vermählt, κόρη, Eur. Med. 623. Vgl. das Vorige.
-
6 θεό-δμητος
θεό-δμητος (auch ϑεοδμήτη Δῆλος, Pind. Ol. 6, 59), von Gott gebau't, gegründet; πύργοι Il. 8, 519; βωμός, für die Götter erbau't, Eur. Hec. 23; Soph. El. 707; Pind. öfter, auch übertr., ἀρετή I. 5, 10, χρέος Ol. 3, 7.
-
7 λιθό-δμητος
λιθό-δμητος, von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).
-
8 αἰπύ-δμητος
αἰπύ-δμητος, hochgebaut, Nonn. D. 4, 13.
-
9 ἄ-δμητος
-
10 ὑψί-δμητος
ὑψί-δμητος, hoch gebau't, Orac. Sib., zw.
-
11 δμητόν
δμητόςtamed: masc acc sgδμητόςtamed: neut nom /voc /acc sg -
12 νεόδμητος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόδμητος
-
13 αδμητος
3(только f)1) неприрученный, неукрощенный(βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.)
2) девственная, незамужняя(παρθένος HH., Aesch.; Ἄρτεμις Soph.)
-
14 εριδμητος
дор. ἐρίδμᾱτος 2[δέμω] крепко засевший, прочно обосновавшийся, т.е. неодолимый, по друг. [δαμάω] обуздывающий(ἔρις Aesch.)
-
15 ευδμητος
эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2хорошо построенный, красиво сооруженный(βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.)
-
16 θεοδμητος
-
17 λιθοδμητος
-
18 νεοδμητος
I2[δαμάω]1) только что убитый, свежий(νεκρός Eur.)
2) новобрачный, молодой(κόρη Eur.)
IIдор. νεόδμᾱτος 2[δέμω] недавно построенный, только что устроенный(στεφανώματα βωμῶν Pind.; τύμβος Anth.)
-
19 χρυσεοδμητος
-
20 αἰπύδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπύδμητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δμητός — tamed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμητόν — δμητός tamed masc acc sg δμητός tamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
θειόδμητος — θειόδμητος, ον (Α) ποιητ. τ. τού θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω», πρβλ. νεό δμητος, χρυσό δμητος] … Dictionary of Greek
θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
λιθόδμητος — η, ο (Α λιθόδμητος, ον) ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί δμητος, θεό δμητος] … Dictionary of Greek
λυρόδμητος — λυρόδμητος, ον (Α) (ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος] … Dictionary of Greek
νεοδμής — νεοδμής, ὁ και ἡ (Α) 1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα 2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμής (< θ. δμᾱ τού δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α δμής … Dictionary of Greek
σιόδματος — ον, Α (δωρ. τ.) θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + δματος / δμητος (< δέμω), πρβλ. λιθό δμητος] … Dictionary of Greek
υψίδμητος — ον, Α ὑψίδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δμητος (< θ. δμη τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό δμητος (Ι)] … Dictionary of Greek