-
1 αγλωσσος
атт. ἄγλωττος 21) не имеющий языка(κροκόδειλος Arst.; χαλκῆ Λέαινα Plut.)
2) бессловесный, немой(ἦτορ Pind.; στόμα Anth.)
3) не говорящий (по-гречески), иноземец Soph. -
2 αλιγυγλωσσος
-
3 αλλογλωσσος
-
4 αμφοτερογλωσσος
-
5 βραδυγλωσσος
-
6 διγλωσσος
Iатт. δίγλωττος 21) говорящий на двух языках, двуязычный Thuc., Plut.2) двуязыкий, с двойным языком(τέττιγος στόμα Anth.)
IIὅ переводчик Plut. -
7 επταγλωσσος
-
8 ετερογλωσσος
атт. ἐτερόγλωττος 2говорящий на чужом языке, иноязычный Polyb.ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν τινι NT. — говорить с кем-л. на других языках
-
9 ευγλωσσος
атт. εὔγλωττος 21) красноречивый(φρήν Aesch.)
2) сладкозвучный, чарующий(τὸ Νεστόρειον μέλος Eur.)
3) бойкий на язык, говорливый(ψευδῶν συγκολλητής Arph.)
4) делающий разговорчивым, развязывающий язык(οἶνος Anth.)
-
10 ευθυγλωσσος
-
11 ηδυγλωσσος
-
12 θεογλωσσος
-
13 θηλυγλωσσος
-
14 ιερογλωσσος
-
15 κακογλωσσος
-
16 καταγλωσσος
атт. κατάγλωττος 21) болтливый Gell.2) пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком(ποιήματα Luc., Anth.)
-
17 μελιγλωσσος
-
18 μιαρογλωσσος
-
19 ομογλωσσος
атт. ὁμόγλωττος 2одноязычный, говорящий на том же языке Her., Xen., Plut. -
20 παλιγγλωσσος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλωσσός — talking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσαῖς — γλωσσός talking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσᾷ — γλωσσός talking fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσῶ — γλωσσός talking masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… … Dictionary of Greek
εύγλωσσος — εὔγλωσσος, ον (ΑΜ) βλ. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί γλωσσος, ηδύ γλωσσος)] … Dictionary of Greek
ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θεόγλωσσος — θεόγλωσσος, ον (Α) (για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θηλύγλωσσος — θηλύγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θρασύγλωσσος — και θρασύγλωττος, ον (ΑΜ) ο θρασυγλωσσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γλωσσος < γλώσσα (πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος)] … Dictionary of Greek
ιδιόγλωσσος — ἰδιόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek