-
21 εὔφημος
I abstaining from inauspicious words, i.e. religiously silent,εὔφημον.. κοίμησον στόμα A.Ag. 1247
;γλῶσσαν εὔ. φέρειν Id.Ch. 581
; so perh.εὔ. γόοι Id.Fr.40
; εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες moving the lips of reverent thought, i.e. keeping a holy silence, S.OC 132 (lyr.); so ὑπ' εὐφήμου βοῆς, i.e. in silence, Id.El. 630; εὔφημα φώνει, = εὐφήμει, Id.Aj. 362, 591, E.IT 687;εὔφημος ἴσθι S.Fr. 478
;εὔ. πᾶς ἔστω λαός Ar.Th.39
(anap.).2 mild, softening (cf.εὐφημία 11.1
, εὐφημισμός), ἐν-οτάτοις ὀνόμασι.. κατονομάζειν Pl.Alc.2.140c
; πρὸς τὸ -ότατον, Lat. in meliorem partem, Luc.Prom.Es3. Adv. [comp] Comp. - ότερον Eust. 1398.49.II in positive sense, fair-sounding, auspicious,μῦθοι Xenoph.1.14
; ; ;εὔφημοι κέλαδοι E.Tr. 1072
(lyr.); (lyr.);Μούσης ἀνοίγειν.. εὔφημον στόμα Ar.Av. 1719
; εὔ. πόνοι pious, holy, E. Ion 134 (lyr.); ; ᾠδῆς γένος, ἐρωτήματα, Pl.Lg. 800e, Hp.Ma. 293a, cf. Ep.Phil.4.8;πλοῦς Iamb.VP3.16
([comp] Sup.). Adv. - μως with or in words of good omen, h.Ap.171 (dub. l.), A.Eu. 287, IG12.108.55, Pl.Phdr. 265c: [comp] Comp. - ότερον Aristaenet.2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφημος
-
22 Μοῦσα
Μοῦσα, ης, ἡ, [dialect] Aeol. [full] Μοῖσα Sapph.84, IG42(1).130.16, etc.; [dialect] Dor. [full] Μῶσα Alcm. 1, etc.; [dialect] Lacon. [full] Μῶἁ (for Μῶσα) Ar.Lys. 1298, cf. An. Ox.1.277:— Muse,AὈλυμπιάδες Μ., Διὸς αἰγιόχοιο θυγατέρες Il.2.491
, cf. Hes.Th.25, etc.; nine in number, first in Od.24.60; named in Hes.Th.75 sqq.II μοῦσα, as Appellat., music, song,μ. στυγερά A.Eu. 308
(anap.); (lyr.);καναχὰν.. θείας ἀντίλυρον μούσας S.Tr. 643
(lyr.);Αἰακῷ μοῖσαν φέρειν Pi.N.3.28
; τίς ἥδε μοῦσα; what strain is this ? E. Ion 757;ἄλυρος μ. Id.Ph. 1028
(lyr.);διὰ μούσας ᾖξα Id.Alc. 962
(lyr.): in Prose,ᾄδειν ἀδόκιμον μ. Pl.Lg. 829d
: in pl., μοῦσαι Σφιγγός, of the Sphinx's riddle, E.Ph.50; esp. liberal arts, accomplishments,τὰς μούσας ἀφανίζων Ar.Nu. 972
;ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μ. Pl.Lg. 775b
: also in sg.,τῆς ἀληθινῆς μ. ἠμεληκέναι Id.R. 548b
; κοινωνεῖν μούσης ib. 411c.2 αὕτη ἡ Σωκράτους μ. that was Socrates's way, Gal.UP1.9.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εύφαμος — εὔφαμος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. εύφημος … Dictionary of Greek
εὔφαμος — εὔφᾱμος , εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφαμώ — εὐφαμῶ, έω (Α) [εύφαμος] δωρ. τ. βλ., ευφημώ … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek