Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὔφᾱμος

См. также в других словарях:

  • εύφαμος — εὔφαμος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. εύφημος …   Dictionary of Greek

  • εὔφαμος — εὔφᾱμος , εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφαμώ — εὐφαμῶ, έω (Α) [εύφαμος] δωρ. τ. βλ., ευφημώ …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»