-
1 ευφημος
дор. εὔφᾱμος 21) воздерживающийся от неподобающих слов, т.е. хранящий благоговейное молчание(στόμα, γλῶσσα Aesch.; φροντίς Soph.; λαός Arph.)
2) возвещающий добро, сулящий (своим криком) счастье(μελανάετος Arst.)
3) имеющий благоприятный смысл, счастливый, радостный(ἦμαρ, ἔπος Aesch.; κέλαδοι Eur.)
πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγεῖσθαι Luc. — толковать в благоприятном смысле4) имеющий смягченный смысл, эвфемистический5) восхваляющий, хвалебный(λόγοι Polyb.)
6) благочестивый, священный(πόνοι, δόμοι Eur.)
См. также в других словарях:
εύφαμος — εὔφαμος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. εύφημος … Dictionary of Greek
εὔφαμος — εὔφᾱμος , εὔφημος uttering sounds of good omen masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφαμώ — εὐφαμῶ, έω (Α) [εύφαμος] δωρ. τ. βλ., ευφημώ … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek