-
1 εὐτέχνητος
εὐτέχν-ητος, ον,A skilfully wrought, AP6.260 (Gemin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτέχνητος
-
2 εὐτεχνία
εὐτεχν-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτεχνία
-
3 εὔτεχνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτεχνος
-
4 εὐτλήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτλήμων
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский