-
1 εύξοον
ἐΰξοον, εὔξοοςof polished metal: masc /fem acc sg (epic)ἐΰξοον, εὔξοοςof polished metal: neut nom /voc /acc sg (epic) -
2 ἐύξοον
ἐΰξοον, εὔξοοςof polished metal: masc /fem acc sg (epic)ἐΰξοον, εὔξοοςof polished metal: neut nom /voc /acc sg (epic) -
3 εύξοον
-
4 εὔξοον
-
5 ἀμφ-αφάω
ἀμφ-αφάω, ringsum betasten, ψηλαφᾶν; handhaben, μεταχειρίζεσϑαι; Hom. Od. 8, 196 καί κ' ἀλαός τοι διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, 4, 277 κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, 19, 586 πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐύξοον ἀμφαφόωντας νευρήν τ' ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου; med. homerisch im Sinne des activ. Od. 8, 215 εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐύξοον ἀμφαφάασϑαι, 15, 462 τὸν μὲν (ὅρμον) – χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφϑαλμοῖσιν ὁρῶντο, 19, 475 πρὶν πάντα ἄνακτ' ἐμὸν ἀμφαφάασϑαι, Iliad. 22. 373 ἦ μάλα δη μαλακώτερος ἀμφαφάασϑαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν. Inderselben Bdtg homerisch das simpl. Iliad. 6, 322 τον δ' εὗρ' ἐν ϑαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα, ἀσπίδα καὶ ϑώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα, Scholl. Nicanor. βραχὺ διασταλτέον ἐπὶ τὸ ϑώρηκα· πρεπωδέστερον γὰρ ἐπὶ τοῦ τόξου τὸ ἁφόωντα; vgl. Apoll. lex. Hom. 26, 5. – Ap. Rh. u. sp. D.
-
6 ἴξαλος
ἴξαλος, ὁ (nach VLL. entweder von ἀΐσσω, πηδητικός, od. von ἵξαι u. ἅλλεσϑαι, richtiger wohl von ἵκω unmittelbar, wenn es nicht ein eigener Stamm ist), Beiwort der wilden Ziege, des Steinbocks, kletternd, τόξον ἐΰξοον ἰξάλο υ αἰγός Il. 4, 105, Schol. zu vgl.; ἴξαλος εὐπώγων αἰγὸς πόσις Leon. Tar. 61 (XI, 99); Ag. 29 (VI, 32).
-
7 ἀμφαφάω
A touch or feel all round,κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα Od.4.277
; καί κ' ἀλαὸς.. διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων by feeling it, 8.196; handle,τόξον ἐΰξοον ἀμφαφόωντας 19.586
; [ per.] 2sg. ; [dialect] Ep. [tense] impf.ἀμφαφάασκε Mosch.2.95
:—also [voice] Med. like [voice] Act.,τὸν μὲν.. χείρεσιν ἀμφαφόωντο Od.15.461
, cf. 19.475; τόξον οἶδα.. ἀμφαφάασθαι ([dialect] Ep. inf.) 8.215.2 of persons, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι easier to deal with, Il.22.373.—[dialect] Ep. Verb used by Aret. in forms- όωσι SD2.4
, CA1.1; - όωντα ib.2.4; cf. ἀμφαφᾷς· ψηλαφᾷς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφαφάω
-
8 ἅρμα
ἅρμα, ατος: chariot, esp. the warchariot; very often in pl., and with ἵπποι, Il. 5.199, 23, Il. 4.366; epithets, ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν, καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the separate parts of the chariot, see ἄντυξ, ἄξων, ῥῦμός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη, δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and II.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅρμα
-
9 ἐύξεστος
ἐύ-ξεστος and ἐύξοος ( ξέω), gen. εὔξου: well-scraped, well-planed, polished; in act. sense, σκέπαρνον ἐύξοον, Od. 5.237.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐύξεστος
См. также в других словарях:
ἐύξοον — ἐΰξοον , εὔξοος of polished metal masc/fem acc sg (epic) ἐΰξοον , εὔξοος of polished metal neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔξοον — εὔξοος of polished metal masc/fem acc sg εὔξοος of polished metal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίξαλος — ο (Α ἴξαλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος γένος σπονδυλωτών τής οικογένειας ρανίδες αρχ. (επίθ. τών άγριων κατσικιών) 1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρός («τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.) 2. ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εύξους — εὔξους, ουν, εὔξοος, οον, επικ. τ. ἐΰξοος, οον (Α) 1. ο επεξεργασμένος καλά, ο εύξεστος* 2. φρ. «σκέπαρνον ἐΰξοον» σκεπάρνι από στιλβωμένο μέταλλο 3. αυτός που στιλβώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξόος (< ξέω)] … Dictionary of Greek
κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] … Dictionary of Greek