Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὔνησε

См. также в других словарях:

  • εὔνησε — εὔνησος with beautiful islands masc/fem voc sg εὐνάω lay aor ind act 3rd sg (attic ionic) εὐνάω lay aor ind act 3rd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»