-
1 εύιχθυς
-
2 εὔιχθυς
-
3 εὔιχθυς
εὔιχθυς, υ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔιχθυς
-
4 εύιχθυν
-
5 εὔιχθυν
-
6 εὔθηρος
A lucky or successful in hunting, E.Ba. 1253;εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ Babr.72.21
(cj.); of Pan, AP6.185 (Zos.); εὔθηροι, οἱ, club of sportsmen at Pergamum, Ath.Mitt.33.409; εὐ. ἄγρη successful sport, AP6.27 (Theaet.), cf. 253 (Crin.); τὸ εὔ. good sport, Ph.2.114; εὔ. κάλαμοι successful fishing-rods, AP6.89 (Maec.); successful as bait, Ael.NA12.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔθηρος
См. также в других словарях:
εύιχθυς — εὔιχθυς, υ (Α) αυτός που έχει άφθονα και καλά ψάρια (α. «ἔχουσαν θάλασσαν εὔιχθον», Διόδ. β. «περὶ τῆς καλῆς Ῥόδου, ἥν εὔιχθυν εἶναί φησιν», Αθήν.) … Dictionary of Greek
εὔιχθυς — abounding in fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔιχθυν — εὔιχθυς abounding in fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek