1 εύιχθυν
Morphologia Graeca > εύιχθυν
2 εὔιχθυν
Morphologia Graeca > εὔιχθυν
εὔιχθυν — εὔιχθυς abounding in fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύιχθυς — εὔιχθυς, υ (Α) αυτός που έχει άφθονα και καλά ψάρια (α. «ἔχουσαν θάλασσαν εὔιχθον», Διόδ. β. «περὶ τῆς καλῆς Ῥόδου, ἥν εὔιχθυν εἶναί φησιν», Αθήν.) … Dictionary of Greek