1 ευγηρυς
(ἀοιδή Arph.)
Древнегреческо-русский словарь > ευγηρυς
εύγηρυς — εὔγηρυς, υ (Α) αυτός που ηχεί γλυκά («εὔγηρυς ἀοιδά», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γήρυς «φωνή»] … Dictionary of Greek
εὔγηρυν — εὔγηρυς sweet sounding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)