-
1 εύβολος
-
2 εὔβολος
-
3 εὔβολος
εὔβολ-ος, ον,A throwing luckily (with the dice), , cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky,ἄγρη Opp. H.3.71
, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ -λως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch. 696: [comp] Comp.,πεσσοὶ -ώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔβολος
-
4 εὔβολος
εὔ-βολος, gut werfend, treffend; ἄγρη, eine glückliche Jagd; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες, die glücklicher fallen -
5 ευβολώτερον
εὔβολοςthrowing luckily: masc acc comp sgεὔβολοςthrowing luckily: neut nom /voc /acc comp sgεὔβολοςthrowing luckily: adverbial -
6 εὐβολώτερον
εὔβολοςthrowing luckily: masc acc comp sgεὔβολοςthrowing luckily: neut nom /voc /acc comp sgεὔβολοςthrowing luckily: adverbial -
7 ευβόλως
-
8 εὐβόλως
-
9 εύβολον
-
10 εὔβολον
-
11 ευβολωτάτου
-
12 εὐβολωτάτου
-
13 ευβολώτατος
-
14 εὐβολώτατος
-
15 εύβολοι
-
16 εὔβολοι
-
17 εὔβουλος
εὔβουλ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔβουλος
См. также в других словарях:
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek
εὔβολος — throwing luckily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβολώτερον — εὔβολος throwing luckily masc acc comp sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc comp sg εὔβολος throwing luckily adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβολον — εὔβολος throwing luckily masc/fem acc sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβολωτάτου — εὔβολος throwing luckily masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβολώτατος — εὔβολος throwing luckily masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβολοι — εὔβολος throwing luckily masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] … Dictionary of Greek
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] … Dictionary of Greek