Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐβόλως

См. также в других словарях:

  • εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»