-
1 ευβολως
-
2 ευβόλως
-
3 εὐβόλως
-
4 Ευβουλως
См. также в других словарях:
εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek