-
1 ευβολώτατος
-
2 εὐβολώτατος
-
3 εὔβολος
εὔβολ-ος, ον,A throwing luckily (with the dice), , cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky,ἄγρη Opp. H.3.71
, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ -λως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch. 696: [comp] Comp.,πεσσοὶ -ώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔβολος
См. также в других словарях:
εὐβολώτατος — εὔβολος throwing luckily masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek