-
1 εὐρύστερνος
εὐρύ-στερνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύστερνος
-
2 στέρνον
Grammatical information: n.Meaning: `breast, chest', in Hom. always of the manly breast, also as seat of the feelings etc., "heart" (poet. Il., also medic.).Other forms: often pl. -α.Compounds: Compp., e.g. εὑρύ-στερνος `with a wide chest' (Hes. a.o.), στερνο-τυπής `beating the chest' (E. in lyr.), πρό-στερνος `in front of the chest' (A.), to which προστερν-ίδιον n. `chest-harness of horses' (X. u.a.), also στερνίδιον `id.' (late).Derivatives: Verbal derivations from hypostases or univerbations, e.g. ὑποστερν-ίζομαι `fix under the chest (Plu.; ὑπόστερνον ὑπογάστριον H.). Further derivv. rare: στερνίτιδες πλευραί (Poll.; Redard 105), στερνιξ ἐντεριώνη H. (as μόλιξ, ῥηνιξ a.o.); unclear στερνιον des. of a difficult digestible meat, cf. LSJ s.v.Etymology: As des. of the breast a Greek innovation, but the word has several cognates outside Greek: Germ., e.g. OHG stirna f. `forehead', IE *stern-i̯ā, Slav. e.g. Russ. storoná, `region, side' IE *stor-nā, Welsh sarn `stratum, pavimentum = Skt. ptc. stīrṇá `stratus, spread out; ΙΕ *str̥̄no- = *str̥Hno-, zero grade of str̥ṇā́ti `strew out, spread out; s. στόρνυμι; but the laryngeal is not found in στέρνον. So prop. meaning of στέρνον (formation like τέκνον, φερνή) `what is spread out, extension, plain' (opposed to the neck, ἱσθμός; τὰ ἴσθμια `pit, throat'). Cf. on στῆθος. -- As the laryngeal cannot be accomodated, a bit uncertain.Page in Frisk: 2,791-792Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέρνον
См. также в других словарях:
θηριόστερνος — θηριόστερνος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek
καλλίστερνος — καλλίστερνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, λασιό στερνος] … Dictionary of Greek
λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] … Dictionary of Greek
χαλκόστερνος — και χαλκεόστερνος, ον, Α χαλκοθώραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. δασύ στερνος, εὐρύ στερνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόστερνος — μεγαλόστερνος, ον (ΑM) αυτός που έχει μεγάλο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στέρνον (πρβλ. αμφί στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek
ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] … Dictionary of Greek
ροδόστερνος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύ στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek
μελάνστερνος — μελάνστερνος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στέρνον (πρβλ. ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek