Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὑρέτρια

См. также в других словарях:

  • ευρέτρια — εὑρέτρια, ἡ (Α) η ευρέτις* …   Dictionary of Greek

  • εὑρέτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρέτριαν — εὑρέτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»