-
1 ευρέτριαν
-
2 εὑρέτριαν
См. также в других словарях:
εὑρέτριαν — εὑρέτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευρέτριαν
2 εὑρέτριαν
εὑρέτριαν — εὑρέτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)