Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὑρησί-λογος

См. также в других словарях:

  • κλεψίλογος — ο (Α κλεψίλογος, ον) αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι (< κλέπτω) + λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησί λογος, λυπησί λογος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»