Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὑδείελος

См. также в других словарях:

  • ευδείελος — εὐδείελος, ον (Α) 1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.) 2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῡ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία τού ευδείελος… …   Dictionary of Greek

  • εὐδείελος — clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδείελον — εὐδείελος clear masc/fem acc sg εὐδείελος clear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδειέλου — εὐδείελος clear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδείελοι — εὐδείελος clear masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπου — ἦπου και ἦ που (Α) 1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.) 2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • dei-1, dei̯ǝ-, dī-, di̯ā- —     dei 1, dei̯ǝ , dī , di̯ā     English meaning: to shine; day; sun; sky god, god     Deutsche Übersetzung: “hell glänzen, schimmern, scheinen”     Note: (older “*dart rays”?)     Note: The origin of the sky god was Anatolia, where the Sumerian… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»