-
1 εὐ-όροφον
-
2 ὄροφος
ὄροφος, ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; καϑύπερϑεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόϑεν ἀμήσαντες, Il. 24, 251; Dach, Decke, Aesch. Suppl. 638; εἰς ὀρόφους Φοίβου, Eur. Ion 89; Ar. Lys. 229; τοῦ οἰαήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον, Thuc. 1, 134; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, Plat. Rep. III, 417 a, wie auch wir ähnlich sagen »unter einem Dache mit Einem leben«.
-
3 ἀ-χανής
ἀ-χανής, ές (χαίνω), 1) den Mund nicht öffnend, geschlossen, Theophr.; vor Staunen nicht redend, stumm, neben ἄφωνος Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; Pol. 7, 17 u. öfter; Luc. Icarom. 33. – 2) mit α euphon., nach den Alten intensiv., weit gähnend, bes. Sp., πέλαγος Plut. Alex. 31 u. oft, wie χώρα, στράτευμα, πεδίον; εἰς ἀχανές, ins Weite, in die Ferne, Arist. Meteorl. 1, 3, 16. Nach B. A. p. 28 brauchte es Soph. frg. 852 = μὴ ἔχων στέγην ἢ ὄροφον.
-
4 εὐόροφον
-
5 ὄροφος
ὄροφος, ὁ, Rohr, womit man die Häuser deckt, Dachrohr; Dach, Decke; οὐδ' ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὄροφον ἰέναι, wie auch wir ähnlich sagen 'unter einem Dache mit einem leben'
См. также в других словарях:
ὄροφον — ὄροφος reed used for thatching houses masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Missionary position — This article is about the sex position. For the book by Christopher Hitchens, see The Missionary Position. The missionary position The missionary position is a man on top sex position usually described as the act in which the woman lies on her… … Wikipedia
κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… … Dictionary of Greek
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
χρυσογραφώ — έω, ΜΑ διακοσμώ με χρυσά γράμματα και σχέδια («ἐὰν λευκαίνῃ τοὺς τοίχους καὶ χρυσογραφῇ τὸν ὄροφον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραφῶ (< γράφος*) … Dictionary of Greek
όροφος — ο (Α ὄροφος) νεοελλ. 1. τμήμα οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές, το οποίο αποτελείται από σύνολο δωματίων και διαμερισμάτων που έχουν στο ίδιο επίπεδο το δάπεδο και στο ίδιο ύψος την οροφή τους, πάτωμα κτηρίου 2. καθένα από τα τμήματα συστήματα… … Dictionary of Greek