-
1 χρυσοφρυς
-
2 χρύσοφρυς
χρύσ-οφρυς, υος, mit goldenen Augenbrauen; ὁ χρύσοφρυς, ein Meerfisch mit einem goldenen Flecke über jedem Auge -
3 χρύσοφρυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρύσοφρυς
-
4 χρυσωπος
I2[ὤψ] сияющий золотом(ἀελίου ἕδρα Eur.)
τὸ περὴ τέν κόμην χρυσωπόν Plut. — золотой цвет волосIIὅ Plut. = χρύσοφρυς См. χρυσοφρυς -
5 χρύσ-οφρυς
χρύσ-οφρυς, υος, mit goldenen Augenbrauen; ὁ χρύσοφρυς, ein Meerfisch mit einem goldenen Flecke über jedem Auge, Epicharm. bei Ath. 304 c u. öfter, Ael. H. A. 18, 28. 16. 2, Luc. Pisc. 48.
-
6 χρῡσ-ωπός
χρῡσ-ωπός, 1) mit goldenen Augen, goldenem Gesicht, goldfarbig; ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν Eur. El. 740; Plut. Sull. 6. – 2) ein Fisch, sonst χρύσοφρυς, Plut. sol. anim. 26.
-
7 ἰωνίσκος
ἰωνίσκος, ὁ, so nannten die Ephesier den Fisch χρύσοφρυς, Archestrat. bei Ath. VII, 328 c.
-
8 χρυσωπός
A with golden eyes or face, beaming like gold, of the sun, E.El. 740 (lyr.), cf. Corn.ND32;αἰθήρ S.Fr.[1128]
.II a fish, = χρύσοφρυς, Plu.2.977f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσωπός
-
9 ἰωνίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰωνίσκος
-
10 ἰωνίσκος
-
11 Ἴωνες
Grammatical information: m. pl.Meaning: Ionian, one of the four Greek main tribes (since Ν 685 Ίάονες ἑλκεχίτωνες; late Interpolation, v. Wilamowitz Glaube 1, 85 A. 3).Dialectal forms: Myc. IawoneCompounds: As 2. member in Παν-ίωνες (Eust. 1414, 36), backformation after Παν-έλληνες from Πανιών-ιον n. `temple of all Ionians', - ια pl. name of the feast (Hdt.), Πανιώνιος m. surname of Apollon a. o. (inscr.).Derivatives: 1. Ίάς, - άδος f. `Ionian woman, Ionic' (Hdt., Th.) with Ίακός (Plb.); to Ἴωνες after Ε῝λληνες: `Ελλάς (cf. below). 2. Ίαόνιος `Ionic, Greek' (A. in lyr.), Ίαονίς f. (Nic.); late Ίώνιος `id.' (Philostr.) with Ίωνίς f. (Call., Paus.), Ίωνιάς f. (Nic., Str.); here Ίωνία `Ionia' (A. Pers. 771), Ίαονίη-θε (Nic. Fr. 74, 2). 3. Ίωνικός `Ionic' (Hdt., Th.). 4. ὁ Ίόνιος ( κόλπος etc.) m. `the Ionic Sea' (between Epeiros and Italy; cf. below). 5. Ίάνειος patronym. (Thess.). 6. ἰωνίσκος m. ephesian name of the fish χρυσόφρυς (`gilt-head'; Archestr.; cf. Strömberg Fischnamen 86). Denomin. verb ἰωνίζω `speak Ionic' (A. D.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain Ίαωλκός, Ίωλκός town in Magnesia on the Pagasaic gulf (since Hes. Th. 997), prop. "Haven of Ionians" \< *ΊαϜο-ολκός? From Egypt. jwn(n)', Hebr. jāwān, OP yauna etc. we get an original *Ίά̄Ϝονες; further analysis unknown. A shorter form *Ἴον-ες is supposed in Ίόνιος (cf. Jacobsohn KZ 57, 76ff., Treidler Klio 22, 86ff., also Kretschmer Glotta 19, 216), if not after χθόνιος a. o. (by Beaumont JournofHellStud. 56, 204 Ίόνιος is connected with Ίώ); in any case Ίάς and Ίαωλκός can be explained from Ίάονες, Ἴωνες. Unclear Ίάνων ( ̆ ̆ ̄; A. Pers. 949f.; lyr.). - The accent in Ἴωνες acc. to Vendryes BSL 25, 49 shows Attic shift as in ἔγωγε. - Proper meaning unknown, so without etymology. Several hypotheses: "the ἰα-cryers" (Theander Eranos 20, 1ff.), "adorers of Apollon ἰήϊος" (Kretschmer Glotta 18, 232f., Kleinas. Forsch. 1, 1ff.). Details in Schwyzer 80: 3. S. Szemerényi Stud. z. Sprachgesch. u. Kultukunde 155-157.Page in Frisk: 1,748Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἴωνες
См. также в других словарях:
χρύσοφρυς — όφρυος, ο, ΝΜΑ, και χρύσοφρυς, η, Ν νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σπαρίδες αρχ. είδος ψαριού, πιθανώς η τσιπούρα («ὀκτώ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυάν … Dictionary of Greek
χρύσοφος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού χρύσοφρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. χρύσοφρυς, σχηματισμένος πιθ. από την αιτ. πληθ. χρυσόφους αντί τού χρυσόφρυς] … Dictionary of Greek
AURATA sive ORATA — quae Graecis Χρυσόφρυς, Athenaeo l. 7. etiam Ι᾿ωνίσκος, mire celebratur ibidem ab Hicesio et Matrone parodo: utpote piscis carnis candidae, solidae, densae, succi boni, digestu facilis, bene nutriens, nec excretu difficilis; ut est apud… … Hofmann J. Lexicon universale
ιωνίσκος — ἰωνίσκος, ὁ (Α) [Ίωνες] το ψάρι χρύσοφρυς … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσωπός — ή, ό / χρυσωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. θηλ. χρυσῶπις, ώπιδος, Α αυτός που έχει λαμπερή εμφάνιση ή χρώμα χρυσοκίτρινο («τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν», Πλούτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσωπός ζωολ. γένος νευρόπτερων εντόμων με πρασινωπά ή… … Dictionary of Greek
τσιπούρα — η νόστιμο ψάρι με αγκαθωτά πτερύγια και σώμα πιεσμένο από τα πλάγια, ο «χρύσοφρυς ο επίχρυσος» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)