-
1 χέρης
(χέρης, ist als Positiv zu χείρων, χερείων, χερειότερος anzunehmen, wie Ἄρης zu ἀρείων). Es haben sich davon nur folgde Casus in der ep. Sprache erhalten: dat. χέρηϊ, ὅτε (βασιλεὺς) χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il. 1, 80, auch χερῆϊ betont; accus. χέρηα, Τυδεὺς υἱὸν γείνατο εἷο χέρηα μάχῃ, ἀγορῇ δέ τ' ἀμείνω 4, 400; nom. plur., οἷά τε τοῖς ἀγαϑοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od. 15, 324; acc. plur. neutr., ἐσϑλὰ μὲν ἐσϑλὸς ἔδυνε, χέρηα δὲ χείρονι δόσκεν Il. 14, 382, wofür Od. 18, 229. 20, 310 Wolf χέρεια schreibt. An allen diesen Stellen erscheint das Wort schon als compar., bes. Il. 4, 400, wo es sogar mit dem gen. verbunden ist, aber auch Il. 1, 80 Od. 15, 324 ist der Geringere, Schwächere dem Könige, dem Vornehmen vergleichend entgegengesetzt, so wie Od. 18, 229. 20, 310 dem Guten das Schlimmere, u. noch deutlicher tritt das Comparativverhältniß Il. 14, 382 hervor. Man leitet das Wort am angemessensten von χείρ ab, eigtl. = χείριος, unter Jemandes Gewalt, unterwürfig, so daß es also von vorn herein einen Vergleich mit einem Mächtigern, ein Nachstehen und Unterordnen ausdrückt.
-
2 χερης
2[posit. к χείρων См. χειρων - χερείων] (только sing.: dat. χέρηϊ и acc. χέρηα; pl.: nom. χέρηες и acc. n χέρηα)1) плохой, неважный2) незнатного происхождения, низкий родом(οἱ χέρηες Hom.)
3) худшийκαί μιν ἔφην ἔσσεσθαι οὔ τι χέρηα πατρός Hom. — я считал, что он будет не хуже отца
-
3 χέρης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χέρης
-
4 εὐ-χερής
εὐ-χερής, ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ παράβολος Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς ἀνήρ comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῠτα δαήμεναι Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔϑου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmüthig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – ζῷον πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; ϑάλασσα εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προςδέξεσϑαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp.
-
5 δυς-χερής
δυς-χερής, ές, schwer zu handhaben, zu behandeln; – a) von Sachen, schwierig, schwer zu unternehmen; Plat. Legg. VI, 780 c; Xen. Hell. 7. 2, 20; δυςχερεστάτη τύχη Lys. 24, 6; ἄφιξις Din. 2, 5; πόλεμος, χωρίον, Plut. Sol. 8. 26; dah, = widrig, unangenehm; ϑεωρία Aesch. Prom. 804; ϑαῦμα Soph. Ant. 254; οὐ δ., = ἡδύς, El. 917; πρός τινα, Eur. Ion 398; καὶ φοβερός Plat. Legg. XI, 922 c; δυςχερέστερον κακόν XII, 944 b; καὶ χαλεπὸς βίος Dem. 60, 24; δυςχερές τι εἰπεῖν 18, 3; ἐς δ. διάϑεσιν ἐμπί. πτειν Pol. 1, 31; δυςχερές τι βουλεύεσϑαι κατά τινος, Feindseliges, 3, 11, 8; – τὰ δυσχερῆ, mißliche Lage, Mißgeschick, Dem. 10, 58; – λόγοι, sich widersprechende Sätze, um den Hörer zu täuschen, Lpt. 113; vgl. Plat. Prot. 333 d; so τὰ δυςχερῆ Arist. Metaph. 11, 8. – b) von Menschen, mürrisch, verdrießlich; περὶ τὰ σὶτία, schwer im Essen zufrieden zu stellen, delikat, Plat. Rep. V, 475 c; übh. = widrig, vgl. Theophr. char. 15; καὶ ἄτοποι Dem. 19, 308. – Adv.: δυςχερῶς φέρειν, mit Mühe ertragen, Hippocr.; ἔχειν πρός τι, unwillig sein, Plat. Prot. 332 a; πρός τινα, Pol. 1, 68, 12 u. öfter; ἐπί τινι, Amphis com. Stob. flor. 99, 24; δυςχερὲς ποιεῖσϑαι, aegre ferre, Thuc. 4, 85.
-
6 χερείων
χερείων, χέρειον, gen. χερείονος, ep. compar. zu κακός, = χείρων, schlechter, geringer, übh. nachstehend; ἐπεὶ οὐ ἕϑεν ἐστὶ χερείων, οὐ δέμας, οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἄρ' φρένας, οὔτε τι ἔργα Il. 1, 114, vgl. Od. 5, 211; ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404. In Vrbdgn, wie οὐ μὲν γάρ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσϑαι Od. 17, 176, vgl. 23, 262, tritt die Comparativbdtg zurück, es ist nicht übel; welchen Gebrauch auch die sp. Prosa bei χεῖρον nachahmt. – Vgl. χείρων, χερειότερος u. den diesen gemeinsamen Positiv χέρης.
-
7 χείρων
χείρων, ον, gen. ονος, gew. irreg. compar. zu κακός, – schlimmer, schlechter, geringer, an Werth, an Rang u. Geschlecht, übh. Andern nachstehend; σὺ μὲν ἐσϑλός, ἐγὼ δὲ σέϑεν πολὺ χείρων sagt Il. 20, 434 Hektor zum Achilleus; τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων 15, 641, wo das hinzugefügte παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσϑαι, καὶ νόον zeigt, wie das Nachstehen zu nehmen ist; vgl. Od. 20, 82; Ggstz ἀρείων Il. 10, 238 Od. 20, 133; ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χεῖρον 15, 515, es wird schlechter für dich sein; so auch Pind. I. 3, 52; χειρόνεσσι N. 8, 52; ὅπου ϑ' ὁ χείρων τἀγαϑοῦ μεῖζον σϑένει Soph. Phil. 454; εἴς τε τὸν ὄλβιον, τόν τε χείρονα Eur. Bacch. 422, u. öfter; οὐ χεῖρον, es ist nicht übel, Ar. Equ. 37; u. in Prosa: μηδὲν χείρων εἰς σοφίαν ὁτουοῦν ἀνϑρώπων ἢ καὶ ϑεῶν Plat. Theaet. 162 c; οὐ χεῖρον, nicht so schlecht, zweckdienlich, z. B. οὐ γὰρ χεῖρον πολλάκις ἀκούειν Phaed. 185 a, vgl. Phaedr. 248 e; Ggstz βελτίων Prot. 338 b, ἀμείνων Crat. 429 b u. oft; διὰ τοῠτο χεῐρόν ἐστιν αὐτῷ, deshalb geht es ihm schlecht, Xen. An. 7, 6,4; Sp. – Vgl. das ep. χερείων u. die poetischen Formen χερειότερος, χειριστότερος, die alle auf einen gemeinsamen Positiv χέρης zurückgeführt werden können, w. m. s.
-
8 χέρεια
-
9 χέρηα
-
10 δυσχερης
21) трудный, тяжелый, неприятный, тягостный, мучительный(θεωρία Aesch.; θαῦμα Soph.; κακόν Plat.; βίος Dem.; χωρίον, γεῦμα Plut.; ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.)
τὰ δισχερῆ Dem., Arst. — затруднительное положение;δυσχερὲς ποιεῖσθαι Thuc. — быть недовольным, раздраженным2) неприязненный, враждебный(δυσχερές τι εἰπεῖν Dem.; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος Polyb.)
3) (вечно) недовольный, придирчивый, привередливый(περὴ τὰ σιτία Plat.)
-
11 ευχερης
21) легко склоняющийся, податливый(πρὸς ὀργήν Plut.)
2) уступчивый, сговорчивый (sc. ἄνθρωπος Arst.)ὅρα σὺ μέ νῦν τις εὐ. παρῇς Soph. — смотри, не проявляй теперь (чрезмерной) уступчивости
3) легко приспособляющийся, искусно использующий(τῆς πολεμικῆς χρείας Polyb.)
4) неразборчивый(πρὸς πᾶσαν τροφήν Arst.)
5) легкий, беззаботный(βίος Plat.)
6) искусный, ловкий(εὐ. χαὴ πανοῦργος φύσις Plut.)
7) распущенный, легкомысленный(μιαρὸς καὴ λίαν εὐ. Plut.)
8) легкий, доступный -
12 χείρων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χείρων
-
13 χερείων
χερείων, ον ( χέρης): inferior, worse; τὰ χερείονα, ‘the worse’ part, Il. 1.576 ; οὔ τι χέρειον, ‘'t is not ill,’ Od. 17.176.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χερείων
-
14 δυςχερής
δυς-χερής, ές, schwer zu handhaben, zu behandeln; (a) von Sachen: schwierig, schwer zu unternehmen; dah, = widrig, unangenehm; τὰ δυσχερῆ, missliche Lage, Missgeschick; λόγοι, sich widersprechende Sätze, um den Hörer zu täuschen. (b) von Menschen: mürrisch, verdrießlich; περὶ τὰ σὶτία, schwer im Essen zufrieden zu stellen; übh. = widrig. Adv.: δυςχερῶς φέρειν, mit Mühe ertragen; ἔχειν πρός τι, unwillig sein -
15 εὐχερής
εὐ-χερής, ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig; leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔϑου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten; auch von Menschen: gutmütig, nachgiebig; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck; flink, schnell; ζῷον πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt; ϑάλασσα εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren. Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen; εὐχερῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu etwas
См. также в других словарях:
καλοχέρης — ο, θηλ. καλοχέρα ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek
κοντοχέρης — α, ικο αυτός που έχει κοντά τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, χρυσο χέρης] … Dictionary of Greek
κουτσοχέρης — α, ικο 1. αυτός που έχει κομμένο ή κομμένα χέρια ή έχει αναπηρία στα χέρια, κουλοχέρης, κουλός 2. (το ουδ.) (για σκεύος) αυτό που τού λείπει η λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek
κοψοχέρης — α, ικο αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτο χέρης, χρυσο χέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω] … Dictionary of Greek
σκορποχέρης — ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
τρυπιοχέρης — και τρυποχέρης και τρουποχέρης, α, ικο, Ν εξαιρετικά σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek
PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… … Hofmann J. Lexicon universale
ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος … Dictionary of Greek
σφιχτοχέρης — ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν πολύ φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλο χέρης)] … Dictionary of Greek
χρυσοχέρης — α, ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χέρης (< θ. χερ τής λ. χείρ*)] … Dictionary of Greek