-
1 χαριστηριος
2благодарственный -
2 χαριστήριος
χαριστήριος, zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; ϑύειν τοῖς ϑεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7.
-
3 χαριστήριος
χαριστήριοςof: masc /fem nom sg -
4 χαριστήριος
χαριστήριος, zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, dankbar; τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; τὰ χαριστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest -
5 χαριστήριος
χᾰρ-ιστήριος, ον,A of or for thanksgiving,θυσία D.H.1.88
: so in pl., Id.10.17,54, IGRom.4.566.19 (Aezani, ii A. D.);ἀπαρχαί Ph.2.236
;ἀμοιβαί D.H.1.6
;ὕμνος Jul.Or.4.158a
: c. gen.,θυσία χ. ὑδάτων D.H.1.55
, cf. Plu.Lyc.11.II Subst., χαριστήριον, τό, thank-offering, IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), Plu.Caes.57, Ath.15.672a, etc.: freq. in pl. χαριστήρια, τά, thank-offerings,χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν X.Cyr.4.1.2
; ὀφειλήσειν ib.7.2.28; προσφέρειν, θῦσαι, D.S.5.31, 20.76: c. gen.,θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Plb.21.2.2
;χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Luc.Patr.Enc.7
;τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a
; χ. ἐλευθερίας, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th Boëdromion, ib.349f, cf. Neanth.9J., OGI654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. supplicatio, Plu.Cam.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριστήριος
-
6 εὐ-χαριστήριος
εὐ-χαριστήριος, zum Danke gehörig; ϑυσίας εὐχαριστηρίους τοῖς ϑεοῖς ἀποδούς, Dankopfer, Dion. Hal. 10, 17; a. Sp., wie τοῖς ϑεοῖς ἔϑυεν εὐχαριστήρια Pol. 5, 14, 8; Geschenke, um seine Dankbarkeit zu bezeugen, Phalar. ep. 108.
-
7 χαριστηρίως
χαριστήριοςof: adverbialχαριστήριοςof: masc /fem acc pl (doric) -
8 χαριστήριον
χαριστήριοςof: masc /fem acc sgχαριστήριοςof: neut nom /voc /acc sg -
9 χαριστηρίοις
χαριστήριοςof: masc /fem /neut dat pl -
10 χαριστηρίου
χαριστήριοςof: masc /fem /neut gen sg -
11 χαριστηρίους
χαριστήριοςof: masc /fem acc pl -
12 χαριστηρίων
χαριστήριοςof: masc /fem /neut gen pl -
13 χαριστήρια
χαριστήριοςof: neut nom /voc /acc pl -
14 χαριστήριοι
χαριστήριοςof: masc /fem nom /voc pl -
15 χαριστικός
χαριστικός, = χαριστήριος, bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12.
-
16 χαρίσιος
χαρίσιος, zur χάρις gehörig, = χαριστήριος; Callim. frg. 193; χαρισία βοτάνη, Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. ἱερά = χαριτήσια.
-
17 εὐχαριστήριος
εὐ-χαριστήριος, zum Danke gehörig; ϑυσίας εὐχαριστηρίους τοῖς ϑεοῖς ἀποδούς, Dankopfer; Geschenke, um seine Dankbarkeit zu bezeugen
См. также в других словарях:
χαριστήριος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… … Dictionary of Greek
χαριστηρίως — χαριστήριος of adverbial χαριστήριος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήριον — χαριστήριος of masc/fem acc sg χαριστήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίοις — χαριστήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίου — χαριστήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίους — χαριστήριος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίων — χαριστήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήρια — χαριστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήριοι — χαριστήριος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαριστήρια — τὰ, Α γιορτή ευχαριστιών προς την Αθηνά κατά την έναρξη τού αθηναϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαριστήριος (< χαρίζω)] … Dictionary of Greek